Η αισιοδοξία του Μαΐου αντιμέτωπη με την αβεβαιότητα του έτους
Ο «κουμπαράς» από τα έσοδα ρύπων 2,2 δισ. ευρώ στο ΕΛΑΠΕ θα χρηματοδοτήσει την ενεργειακή επάρκεια και την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο
του Β. Κορκίδη
προέδρου ΕΒΕΠ
Τα νέα για την ελληνική οικονομία σε μια δύσκολη περίοδο είναι αισιόδοξα, παρά την ευρωπαϊκή αβεβαιότητα. Η δημοσιονομική σύνεση φαίνεται πως απέδωσε καρπούς και το μειωμένο πρωτογενές έλλειμμα έδωσε δημοσιονομικό περιθώριο 3 δισ. ευρώ, ενώ η S&P αναβάθμισε την ελληνική οικονομία, που βρίσκεται πλέον επισήμως μία ανάσα από την επενδυτική βαθμίδα. Το ελληνικό σχέδιο για ανάχωμα στην ακρίβεια με νέο πακέτο στήριξης των νοικοκυριών βρίσκεται ήδη σε ετοιμότητα, ενώ ο «κουμπαράς» από τα έσοδα ρύπων 2,2 δισ. ευρώ στο ΕΛΑΠΕ θα χρηματοδοτήσει την ενεργειακή επάρκεια και την απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο. Σοβαρά προβληματίζει το ιδιωτικό χρέος που στις αρχές του 2022 ξεπέρασε τα 250 δισ. ευρώ, παρά τις καλές επιδόσεις χρηματοδότησης των ΜμΕ και τη μηδενική αύξηση το 2021 των «κόκκινων δανείων».
Η απόφαση του πρωθυπουργού να προχωρήσει το 2022 στη δεύτερη κατά σειρά αύξηση του κατώτατου μισθού από την 1η Μαΐου έχει θετικό αντίκτυπο σε όλους τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα. Η οικονομία ως γνωστόν είναι κυκλική και είναι αναγκαία για την αγορά η παροχή ρευστότητας σε μία χρονική συγκυρία, όπου οι πληθωριστικές πιέσεις εξαιτίας του ενεργειακού κόστους, αλλά και των διαταραχών της εφοδιαστικής αλυσίδας πιέζουν «ασφυκτικά» το οικογενειακό εισόδημα απειλώντας να εξαντλήσουν και τις τελευταίες δυνάμεις της αγοράς που αντιστέκεται. Η ελληνική επιχειρηματικότητα απέναντι στις τρεις βασικές αιτίες του πληθωρισμού, που είναι οι αυξήσεις ενέργειας, μεταφορών και εμπορευμάτων, καλείται να χρησιμοποιήσει αντίστοιχα τρία «αντίμετρα άμυνας», που είναι οι επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας, η συγκράτηση των τιμών, αλλά και η αύξηση των μισθών.
Δεν πρέπει οι 342.000 επιχειρήσεις - εργοδότες να αντιμετωπίζουμε «φοβικά» την αύξηση των μισθών, όταν αυτή κινείται σε λελογισμένα μεγέθη και δεν ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό. Μια σταδιακή αύξηση στα επίπεδα του πληθωρισμού δεν θέτει σε κίνδυνο την υφιστάμενη απασχόληση, δεν προβληματίζει τις επιχειρήσεις και δεν περιορίζει τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά τις κάνει πιο ελκυστικές. Οφείλουμε να δούμε τη θετική επίδραση που έχει στην «ψυχολογία» της αγοράς και να μην παραγνωρίσουμε το γεγονός ότι μισθολογικές αυξήσεις δημιουργούν θετικές προσδοκίες, κάτι που διαπιστώσαμε την περίοδο της πασχαλινής αγοράς. Δεν πρέπει επίσης να διαλάθει της προσοχής μας πως 1 στους 4 εργαζόμενους αμείβεται με τον κατώτατο μισθό και πως ο στόχος του «brain gain» θα επιτευχθεί με αξιοπρεπείς μισθούς και καλοπληρωμένη εργασία.
Ωστόσο, πρέπει να δούμε τη συνολική εικόνα, που επιβεβαιώνει πως ο μαραθώνιος των ανατιμήσεων θα συνεχιστεί και θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ακρίβεια όλο το 2022. Η επιχειρηματικότητα καταβάλλει μία προσπάθεια εν μέσω αντιξοοτήτων να ανασχέσει τη «πολεμική ακρίβεια», με τον πληθωρισμό τον Απρίλιο στο 9,4%, που ενδέχεται να κοστίσει στο φετινό ΑΕΠ έως και 3,8 δισ. ευρώ, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης εκτιμάται να μειωθεί πιο κοντά στο 3,5%, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος. Ο υψηλός εισαγόμενος πληθωρισμός «ροκανίζει» το εισόδημα και τις καταθέσεις των νοικοκυριών, αλλά και τη ρευστότητα στην αγορά, ενώ μειώνει την κατανάλωση ανοίγοντας νέες πληγές στην εθνική οικονομία. Η αύξηση των κατώτατων μισθών έρχεται, λοιπόν, να αναχαιτίσει τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος 2,3 εκατ. μισθωτών του ιδιωτικού τομέα. Η ελάφρυνση των πιέσεων στην αγοραστική δυνατότητα των νοικοκυριών θα επιδράσει καταλυτικά στην αγορά, ώστε να σταθεροποιηθούν τα «αποθεματικά» των επιχειρήσεων μέσα από αυτή καθεαυτή την αγοραστική κίνηση η οποία αναμένεται να ενισχυθεί.
Ωστόσο όμως, ακόμη και στο καλύτερο σενάριο, η αντιμετώπιση της ακρίβειας δεν μπορεί να γίνεται μόνο σε εθνικό επίπεδο. Η ελληνική οικονομία έχει μέχρι τώρα σταθεί σε ένα επίπεδο πληθωρισμού που είναι διαμορφωμένο αναλογικά χαμηλότερα σε σχέση με ισχυρότερες οικονομίες άλλων κρατών - μελών της Ε.Ε., που αντιμετωπίζουν ακριβώς τις ίδιες προκλήσεις και διλήμματα. Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να κινητοποιηθούν ευρωπαϊκοί πόροι προς όλα τα κράτη - μέλη, ώστε να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των αυξήσεων στις τιμές ενέργειας. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε θα είναι υπόθεση των κρατών - μελών να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών με δημοσιονομικές επιπτώσεις. Ας ελπίσουμε ότι αυτό που πρέπει να συμβεί σε κεντρικό ευρωπαϊκό επίπεδο να αποφασιστεί εντός του Μαΐου και έτσι στο ευρωπαϊκό πρόβλημα να δοθεί μια ευρωπαϊκή λύση. Αισιοδοξούμε, λοιπόν, πως τον Μάιο τα «ευρωπαϊκά δέοντα» θα μας οδηγήσουν σε ένα νέο οικονομικό μέλλον με λιγότερα λάθη από το παρελθόν.