Tι πρέπει να προσέξετε με τα «συμπληρωματικά στοιχεία» στους φορολογικούς ελέγχους
Αναγκαία προϋπόθεση παράτασης του δικαιώματος του Δημοσίου να καταλογίσει φόρο από πέντε σε δέκα έτη είναι η ύπαρξη «συμπληρωματικών στοιχείων» ύπαρξης μη δηλωθέντος εισοδήματος. Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε το Β’ Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την προσφάτως εκδοθείσα 172/2018 απόφασή του, με την οποία ολοκληρώνεται ένας πρώτος κύκλος νομολογιακών πορισμάτων αναφορικά με τα «συμπληρωματικά στοιχεία» και τα χαρακτηριστικά αυτών που ξεκίνησε με την υπ’ αριθμ. 3820/2016 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, ως αυτή επιβεβαιώθηκε με την υπ’ αριθμ. 2934/2017 απόφαση του Β’ Τμήματος του ΣτΕ.
Πιο συγκεκριμένα, με την προμνημονευθείσα απόφαση (172/2018) ενσωματώνονται αυτολεξεί τέσσερις πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας και ειδικότερα, η υπ’ αριθμ. 884/2016 απόφαση της 7/μελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος του ΣτΕ, η υπ’ αριθμ. 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ και η υπ’ αριθμ. 2934/2017 απόφαση της 7/μελούς σύνθεσης του Β’ Τμήματος του ΣτΕ. Η παράθεση των ως άνω αποφάσεων του ανωτάτου ακυρωτικού (σκέψεις 9, 10, 11, 12, 13 και 14) συγκροτούν το πρώτο μέρος της 172/2018.
Ακολούθως, το δικαστήριο συνεχίζει με την παράθεση των πραγματικών περιστατικών (16η σκέψη) και τις παραδοχές της αναιρεσιβαλλόμενης (17η σκέψη) εφετειακής απόφασης με αριθμό 1391/2016, κατά το σκεπτικό της οποίας είχε γίνει δεκτό ότι η ύπαρξη «συμπληρωματικών στοιχείων» αποτελεί τη νόμιμη προϋπόθεση προκειμένου να εκδοθούν και να κοινοποποιηθούν πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου, ενώ δεν απαιτείται, πάντα κατά την εφετειακή απόφαση, η ίδια προϋπόθεση προκειμένου να εκδοθεί εντολή ελέγχου και να διενεργηθεί φορολογικός έλεγχος, καθώς η αναιρεσιβαλλόμενη, μεταξύ άλλων, θεωρούσε ότι η έκδοση εντολής ελέγχου και η διενέργεια φορολογικού ελέγχου συνιστούν προπαρασκευαστικές πράξεις της φορολογικής αρχής επί του σκοπού της διαπίστωσης της ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων και όχι το αντίστροφο.
Περαιτέρω, το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο προχωρά στην 18η σκέψη του και σε αυτό το σημείο, κατά τη γνώμη μας, ευρίσκεται και η προστιθέμενη αξία της 172/2018 αποφάσεως, δεχόμενο τον προβαλλόμενο, από τον αναιρεσίοντα, λόγο ακυρώσεως, σε σχέση με το ότι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών καθ’ εαυτό δεν συνιστά «συμπληρωματικό στοιχείο» αλλά ελεγκτική ενέργεια προϋποθέτουσα την ύπαρξη «συμπληρωματικού στοιχείου» που δεν συνέτρεχε στην κριθείσα υπόθεση. Ισχυρισμό που το δικαστήριο έκρινε ως βάσιμο, αναιρώντας την εφετειακή απόφαση.
Απόρριψε δε το Συμβούλιο Επικρατείας και τους ισχυρισμούς της φορολογικής αρχής ότι σε κάθε περίπτωση “συμπληρωματικό στοιχείο”αποτελούσε το πληροφοριακό δελτίο του ΣΔΟΕ που περιελάμβανε τα στοιχεία των τραπεζικών λογαριασμών του αναιρεσίοντος ή η προγενέστερη ανώνυμη καταγγελία σε βάρος του αναιρεσίοντος, δεδομένου ότι κανένα από αυτά τα δύο, ως διαλαμβάνονταν στον διοικητικό φάκελο, δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις της έννοιας των «συμπληρωματικών στοιχείων» καθώς κανένα εξ αυτών δεν στοιχειοθέτησε την ύπαρξη μη δηλωθέντος εισοδήματος του αναιρεσίοντος. Συνεπώς, από τα μέχρι σήμερα νομολογιακά πορίσματα του ανωτάτου ακυρωτικού αναφορικά με τα «συμπληρωματικά στοιχεία» καταλήγουμε στα εξής:
Α) Ότι οι κινήσεις και τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών της ημεδαπής δεν μπορούν να θεωρηθούν «συμπληρωματικά στοιχεία», δεδομένου ότι είτε είχαν περιέλθει στη γνώση της φορολογικής αρχής είτε η τελευταία όφειλε να είχε λάβει γνώση τους αν είχε επιδείξει τη δέουσα επιμέλεια (2934/2017 ΣτΕ).
Β) Ότι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών δεν συνιστά «συμπληρωματικό στοιχείο», αλλά ελεγκτική ενέργεια προϋποθέτουσα την ύπαρξη «συμπληρωματικού στοιχείου» (172/2018 ΣτΕ).
Γ) Ότι τα πληροφοριακά δελτία ελεγκτικών αρχών (π.χ. ΣΔΟΕ) που περιλαμβάνουν στοιχεία κινήσεων και υπολοίπων τραπεζικών λογαριασμών ημεδαπής δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία», δεδομένου ότι αναφέρονται σε στοιχεία που ήταν ήδη στη διάθεση των φορολογικών αρχών ανεξαρτήτως της αξιοποίησής τους (172/2018 ΣτΕ)
Δ) Ότι οι ανώνυμες καταγγελίες δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» στο μέτρο που δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη μη δηλωθέντος εισοδήματος (172/2018 ΣτΕ).
Αναμφισβήτητα η αόριστη νομική έννοια των «συμπληρωματικών στοιχείων» δεν μπορεί να παρά να τύχει μιας περιπτωσιολογικής νομολογιακής προσέγγισης και ακριβώς πάνω σε αυτή τη συλλογιστική εντάσσονται τόσο η προγενέστερη 2934/2017 όσο και η 172/2018 αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Δεν μένει παρά να δούμε την εξέλιξη της ερμηνείας της άνω έννοιας στις μελλοντικές αποφάσεις του δικαστηρίου.