Γιατί οι πόρτες των διεθνών αγορών παραμένουν κλειστές;
Η κυβέρνηση επιμένει σε μία υπεραισιόδοξη οπτική των εξελίξεων στην ελληνική οικονομία, πορευόμενη με γνώμονα την πολιτική της επιβίωση και με το βλέμμα στις επερχόμενες εκλογές. Σε αυτό τον σχεδιασμό του Μεγάρου Μαξίμου εντάσσεται και το κρεσέντο παροχολογίας, με το σκεπτικό ότι μετά την «έξοδο από τα μνημόνια» ήρθε η ώρα της αποκατάστασης κοινωνικών αδικιών. Μόνο που το κυβερνητικό αφήγημα έχει αρχίσει πλέον και «μπάζει νερά», από τη στιγμή που ακόμη δεν έχει επιτευχθεί το ουσιώδες. Η πρόσβαση της χώρας στις διεθνείς αγορές δανεισμού.
Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης
Αυτό είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα. Η κυβέρνηση όμως και αυτό το αντιμετωπίζει με μία αισιοδοξία, η οποία όμως δεν δικαιολογείται από τις τρέχουσες εξελίξεις. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα δήλωσε προσφάτως ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ο οποίος εμφανίστηκε σίγουρος, ότι η οικονομία θα κερδίσει αυτό το μεγάλο στοίχημα. Άλλωστε, το μαξιλάρι ρευστότητας που υπερβαίνει τα 25 δισ. ευρώ δίνει την άνεση στην κυβέρνηση να επιχειρήσει την έξοδο στις αγορές, όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Σύμφωνα με τον κ. Τσακαλώτο, μέρος αυτής της ρευστότητας θα διατεθεί για την εξαγορά χρέους προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Επίσης, στόχος είναι να αντληθούν φέτος περί τα 7 δισ. ευρώ από τις αγορές, και για αυτό το λόγο ετοιμάζονται δύο δοκιμαστικές έξοδοι. Ο υπουργός Οικονομικών δήλωσε αισιόδοξος, ότι το εγχείρημα αυτό θα είναι πετυχημένο, και θα ανοίξει την πόρτα και για την οριστική έξοδο στις αγορές, κάτι που θα σημάνει την ομαλοποίηση της οικονομίας, την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Στο πλαίσιο αυτό, έχουν σημασία οι πληροφορίες που διέρρευσαν από σχετική πρόσφατη ενημέρωση του ΟΔΔΗΧ σε ξένους θεσμικούς επενδυτές, που δείχνουν και την στρατηγική που φαίνεται ότι θα ακολουθήσει η κυβέρνηση μέσα στο 2019. Από αυτά που έγιναν γνωστά λοιπόν, βασικός στόχος της στρατηγικής δανεισμού του ΟΔΔΗΧ είναι να αντλήσει 5 έως 7 δισ. ευρώ και να καλύψει από το μαξιλάρι ασφαλείας, τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις και τις επιστροφές κερδών από τα ελληνικά ομόλογα, τη διαφορά μέχρι τα 9,2 δισ. ευρώ που υπολογίζονται οι δανειακές ανάγκες του επόμενου έτους.
Τα διάφορα σενάρια
Ειδικότερα, το 2019 οι συνολικές δανειακές ανάγκες είναι 11 δισ. ευρώ. Το ύψος των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους 5,6 δισ. ευρώ αναμένεται να υπερκαλυφθεί από το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού. Γιαυτό και είναι σημαντικό να επιτευχθεί ο βασικός δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 7,4 δισ. ευρώ. Έτσι, οι καθαρές δανειακές ανάγκες περιορίζονται στα 9,2 δισ. ευρώ. Το Ελληνικό Δημόσιο διαθέτει πάντως ήδη σημαντική ρευστότητα, λόγω του μαξιλαριού ασφαλείας, αλλά και των ρέπος των φορέων της γενικής κυβέρνησης, που φτάνουν τα 26,5 δισ. ευρώ. Από κει και πέρα, ο ΟΔΔΗΧ έχει επεξεργαστεί διάφορα σενάρια, τα οποία και παρουσίασε στους ξένους θεσμικούς επενδυτές, σχετικά με το πώς θα διαμορφωθεί τελικά το πρόγραμμα δανεισμού του δημοσίου. Ένα αισιόδοξο, ένα «ουδέτερο» και ένα απαισιόδοξο σενάριο. Και στα τρία σενάρια έχει ενσωματωθεί η προεξόφληση χρέους προς το ΔΝΤ και την ΕΚΤ. Είναι ενδεικτικό, ότι το 2019 πρέπει να πληρωθούν 2,1 δισ. ευρώ προς το Ταμείο, και άλλα 5,8 δισ. ευρώ για λήξεις ομολόγων που έχουν στην κατοχή τους η ΕΚΤ και οι υπόλοιπες κεντρικές τράπεζες της ευρωζώνης.
Στο αισιόδοξο σενάριο λοιπόν, προβλέπεται έκδοση νέων ομολόγων 7 δισ. ευρώ. Από το «μαξιλάρι» θα χρειαστούν 1,1 δισ. ευρώ, τα έσοδα 1,4 δισ. ευρώ από τις ιδιωτικοποιήσεις και 1,2 δισ. ευρώ από τις επιστροφές κερδών από τα ομόλογα, ενώ θα μειωθεί το υπόλοιπο των εντόκων γραμματίων κατά 1,5 δισ. ευρώ. Στο «ουδέτερο» σενάριο, θα αντληθούν από τις αγορές 5 δισ. ευρώ. Από το «μαξιλάρι» θα χρησιμοποιηθούν 2,4 δισ. ευρώ. Μαζί με έσοδα από αποκρατικοποιήσεις 1,4 δισ. ευρώ και 1,2 δισ. ευρώ από τις επιστροφές κερδών από τα ομόλογα καλύπτονται οι ανάγκες του 2019.Σε αυτή την περίπτωση θα μειωθεί και το υπόλοιπο εντόκων γραμματίων κατά 0,8 δισ. ευρώ. Τέλος, στο απαισιόδοξο σενάριο, το Ελληνικό Δημόσιο θα δανειστεί μόλις 3 δισ. ευρώ από τις αγορές. Δανειακές ανάγκες ύψους θα καλυφθούν 5 δισ. ευρώ από το «μαξιλάρι». Το υπόλοιπο 1,2 δισ. ευρώ θα καλυφθεί από τις επιστροφές κερδών από ελληνικά ομόλογα που διακρατούν η ΕΚΤ και οι κεντρικές τράπεζες (προγράμματα SMP/ANFAs). Επιπλέον προβλέπονται μηδενικά έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις, καθώς ήδη αρκετοί διαγωνισμοί του ΤΑΙΠΕΔ ουσιαστικά είναι «παγωμένοι», κυρίως λόγω της περιρρέουσας πολιτικής ατμόσφαιρας.
Δύσκολο το εγχείρημα με τις υπάρχουσες συνθήκες
Όλα τα παραπάνω, φυσικά, είναι ακόμη «ασκήσεις επί χάρτου», και θα πρέπει να δούμε αν θα μετουσιωθούν σε πράξη τελικά. Προς το παρόν η ελληνική οικονομία παραμένει αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, και οι δυσκολίες είναι πολλές. Σύμφωνα δε με αρκετές αναλύσεις, κυρίων ξένων ΜΜΕ όπως το Bloomberg, το γεγονός και μόνο ότι προκρίνονται τρεις επιλογές, δείχνει τη δυστοκία και την ανησυχία που επικρατεί στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Το πρόβλημα καταγράφεται στο κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου το οποίο παραμένει σε επίπεδα απαγορευτικά για την έκδοση κάποιου ομολόγου στις αγορές.
Είναι ενδεικτικό το γεγονός, ότι έχουν περάσει μήνες από το τέλος των μνημονίων η Ελλάδα δεν έχει ακόμα πρόσβαση στις αγορές. Και καμία άλλη χώρα που βρίσκονταν σε πρόγραμμα δεν καταβάλλει τόσο υψηλά επιτόκια για να δελεάσει επενδυτές να αγοράσουν τα ομόλογά της. Παράλληλα, το «μαξιλαράκι» των 25 δισ. ευρώ που έχει στη διάθεσή του το Ελληνικό Δημόσιο καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης για τους επόμενους 22 μήνες. Για να αφήσει ωστόσο οριστικά πίσω της την κρίση και για να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών η χώρα θα πρέπει να δοκιμαστεί στις αγορές.
Οι οίκοι αξιολόγησης
Όλοι σχεδόν οι οικονομικοί αναλυτές σε Ελλάδα και εξωτερικό καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα. Ότι η επιστροφή στις αγορές δεν θα είναι περίπατος. Για τον οίκο Fitch η Ελλάδα απέχει μόλις τρία επίπεδα από τις αξιόχρεες χώρες, για την Standard & Poor’s τέσσερα και για τη Moody’s έξι. Επομένως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που εξήλθε από πρόγραμμα με τρεις οίκους να αμφισβητούν την πιστοληπτική της ικανότητα. Το αν και το πότε η Ελλάδα θα βρει πρόσβαση στις αγορές εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι εξελίξεις στις διεθνείς χρηματαγορές, αλλά και από την ελληνική κυβέρνηση και τη βούλησή της να εφαρμόσει το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που έχει συμφωνηθεί με τους επίσημους πιστωτές.
Σε περίπτωση δε που το «μαξιλαράκι» εξαντληθεί γρηγορότερα λόγω υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης τότε η Ελλάδα ενδέχεται να περιέλθει σε πολύ δύσκολη θέση. Ίσως μάλιστα να πυροδοτήσει φόβους για την ανάγκη ενός νέου πακέτου στήριξης. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι η Ελλάδα θα δοκιμάσει την έξοδο στις αγορές σε μια δυσμενή οικονομική συγκυρία, με τον ρυθμό ανάπτυξης για την Ευρωζώνη αλλά και παγκοσμίως να αναθεωρείται αρνητικά, ενώ οι διεθνείς αγορές θα συνεχίσουν να επηρεάζουν τη χώρα, όπως έγινε και με τη «μετάδοση» από την Ιταλία, που εμπόδισε την πτώση στις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων. Αναλυτικότερα, η άνοδος της ανάπτυξης στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες που παρατηρήθηκε μεταξύ του τέλους του 2016 και των αρχών του 2018 έχει φτάσει στο τέλος της. Σύμφωνα με σχετική μελέτη της PWC, στις ΗΠΑ, η ώθηση που δόθηκε μέσω της παροχής δημοσιονομικών κινήτρων αναμένεται να ατονήσει, τα αυξημένα επιτόκια εκτιμάται ότι θα οδηγήσουν στη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης και το ισχυρό δολάριο θα συνεχίσει να επηρεάζει αρνητικά τις καθαρές εξαγωγές. Η Κίνα επίσης αναμένεται να σημειώσει επιβράδυνση σε σχέση με το 2018. Παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει να περιορίσει την καθοδική πορεία της οικονομίας στο ελάχιστο, ο αντίκτυπος των δασμών που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ και η ανάγκη διαχείρισης του χρέους είναι πιθανό να επιβραδύνουν ως έναν βαθμό την ανάπτυξη το 2019.
Ανοιχτά «μέτωπα»
Την ίδια στιγμή και η Ευρωζώνη αντιμετωπίζει το φάσμα της οικονομικής επιβράδυνσης, την ώρα που μεγάλα «μέτωπα» παραμένουν ακόμη ανοικτά, όπως το Brexit, οι τομές και αλλαγές στη θεσμική οργάνωση και λειτουργία της Ε.Ε., και η προώθηση της Τραπεζικής Ένωσης. Παράλληλα, μεγάλες χώρες, όπως η Ιταλία και η Γαλλία κατορθώνουν να κερδίσουν έστω και μικρές παρεκκλίσεις από τη δημοσιονομική πειθαρχία, ενώ υπάρχει και η εντεινόμενη δυσαρέσκεια των ευρωπαίων πολιτών για τους χειρισμούς σε κρίσιμα ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό και οι πολιτικές λιτότητας. Και είναι πολύ εύκολο στην σημερινή εποχή, οι πολιτικές κρίσεις να μετατρέπονται σε οικονομικές αναταράξεις. Με όλα αυτά, είναι λογικό που τόσο το ΔΝΤ όσο και ο ΟΟΣΑ μείωσαν τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη για το τρέχον έτος και το επόμενο. Ακόμα μιλούν φυσικά για ανάπτυξη (3,7% και 3,5% αντίστοιχα), αλλά οι συνθήκες διεθνώς έχουν τάση επιδείνωσης. Το φάντασμα μιας μελλοντικής ύφεσης, που συζητούσαν οι ξένοι επενδυτές από τα μέσα του περασμένου έτους, αρχίζει και κερδίζει δυστυχώς έδαφος. Και εκτιμάται ότι, η παγκόσμια οικονομία έχει περάσει σε νέα φάση, ο αναπτυξιακός κύκλος των κεντρικών τραπεζών συνεχίζει να μειώνεται και οι πολιτικοί κίνδυνοι είναι υψηλοί σε όλες τις χώρες. Το κακό για τη χώρα μας είναι ότι, οι διεθνείς αγορές ήδη αντιδρούν σε αυτές τις τάσεις. Και αυτό καταγράφεται στην εικόνα που δείχνουν τόσο η εγχώρια αγορά μετοχών, όσο και τα ελληνικά ομόλογα.
Η κατάσταση της οικονομίας και οι ευθύνες της κυβέρνησης
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μένει είναι ότι, παρά την επιτυχή ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018 και τα θετικά μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους που αποφασίστηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018, οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων παραμένουν υψηλές. Όχι όμως μόνο λόγω των διεθνών εξελίξεων, αλλά θα λέγαμε κυρίως της ανησυχίας σχετικά με το ενδεχόμενο ανατροπής ήδη συμφωνημένων και νομοθετημένων μέτρων πολιτικής και μεταρρυθμίσεων. Σύμφωνα με τα όσα επισημαίνει και η ΤτΕ, το υψηλό κόστος δανεισμού του δημόσιου τομέα διαχέεται και στον εγχώριο χρηματοπιστωτικό τομέα, με αποτέλεσμα να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού για τις ελληνικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Συνεπώς, η βασική πρόκληση στο άμεσο μέλλον εξακολουθεί να είναι η αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους με βιώσιμους όρους από τις διεθνείς αγορές.
Το απόθεμα ασφαλείας
Το υφιστάμενο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας επιτρέπει στην κυβέρνηση να μην επιδιώξει άμεση επιστροφή στις διεθνείς αγορές μέσω νέων εκδόσεων ομολόγων. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο εφησυχασμού. Είναι εξαιρετικά σημαντικό να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών το συντομότερο δυνατόν και πολύ πριν περιοριστεί το διαθέσιμο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας. Κάτι τέτοιο θα επιτρέψει τη χρήση του υπολειπόμενου ποσού για την εξαγορά χρέους. Επιπλέον, θα επιτρέψει την πρόσβαση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα και των τραπεζών στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους. Προς το σκοπό αυτό, λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας καθώς και τις σημαντικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία, θα πρέπει να συνεχιστεί με αποφασιστικότητα η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Μόνο έτσι θα είναι δυνατόν να περιοριστούν οι μελλοντικοί δημοσιονομικοί κίνδυνοι, να μειωθεί η αβεβαιότητα, να επιταχυνθεί η ανάκαμψη της οικονομίας και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών στις μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο θα διευκολυνθεί η διατηρήσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων και θα σηματοδοτηθεί η οριστική έξοδος από τη μακρόχρονη κρίση.
Έλλειμμα εμπιστοσύνης
Όπως τονίζει και το ΔΙΚΤΥΟ στο τελευταίο Δελτίο Πολιτικής Ανάλυσης και Εκτίμησης, παρά την δεδομένη αποκατάσταση της δημοσιονομικής τάξης με τα συνεχή πλεονάσματα, οι αγορές συνεχίζουν να μην εμπιστεύονται την ελληνική οικονομία ως επενδυτικό πεδίο και μάλιστα με την διαφορά στα επιτόκια του ελληνικού και του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, τα οποία μάλιστα είναι υψηλότερα. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η κυβέρνηση χρέωσε επιπόλαια την υψηλή απόδοση των ελληνικών ομολόγων στην ιταλική κρίση του φθινοπώρου, η οποία όμως παρήλθε πολύ σύντομα, με αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων και με τα αντίστοιχα ελληνικά να μένουν ανεπηρέαστα.
Τα αίτια της αναξιοπιστίας
Αυτό αποδεικνύει, ότι τα αίτια της αναξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας παραμένουν αμιγώς εγχώρια και αφορούν την ασκούμενη οικονομική πολιτική. Ως επιπλέον επιβαρυντικά χαρακτηριστικά των μηνών που πέρασαν από τον «συμβολικό» προηγούμενο Αύγουστο, προστίθεται η επιλογή της κυβέρνησης να διοχετεύσει το μεγαλύτερο μέρος του πλεονάσματος σε άμεσες χρηματικές παροχές προς στοχευμένες κοινωνικές ομάδες, με κύρια πηγή την υψηλή, άμεση και έμμεση φορολογία.
Αν συνυπολογίσουμε σε αυτές και μια σειρά δικαστικών αποφάσεων που αφορούν την καταβολή υπέρογκων μισθοδοτικών δαπανών του δημοσίου (ύψους περίπου 10 δισ. ευρώ), κινδυνεύει να ισοπεδωθεί πλήρως ο,τι με τόσο κόπο και αιματηρές θυσίες χτίστηκε κατά την δεκαετία υλοποίησης των προγραμμάτων στήριξης. Η χώρα πληρώνει υψηλότατο κόστος σταθερότητας και αξιοπιστίας, σε επιλογές οι οποίες ενισχύουν την κατανάλωση και τις εισαγωγές, με αδύναμους έως ανύπαρκτους μηχανισμούς ελέγχου της κοινωνικής τους αναγκαιότητας και ταυτόχρονα παρατηρείται τεράστια υστέρηση στις δημόσιες επενδύσεις και σε αναπτυξιακές πολιτικές που θα «γεννήσουν» θέσεις εργασίας και θα επιταχύνουν την υγιή οικονομική ανάκαμψη.