Η αγωνία για την επόμενη μέρα

21/09/2020, 12:23
10_11F02

Από το ξέσπασμα της υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία του κορωνοϊού, η κυβέρνηση ομολογουμένως προσπαθεί με μία σειρά δημοσιονομικών παρεμβάσεων, οι οικονομικές επιπτώσεις της κρίσης να είναι όσο το δυνατόν μικρότερες και όσο το δυνατόν ταχύτερα αναστρέψιμες. Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε από τη ΔΕΘ μία δέσμη 12 νέων οικονομικών μέτρων, με στόχο τη στήριξη της οικονομίας.





Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης





Στην ουσία αυτό που κάνει μέχρι στιγμής η κυβέρνηση είναι, να παρακολουθεί την εξέλιξη της πανδημίας και τις υποδείξεις των ειδικών. Με αυτό τον τρόπο προσπαθεί να ανταποκρίνεται στις ξεχωριστές απαιτήσεις κάθε φάσης της υγειονομικής κρίσης, και να προχωρά, όταν κρίνεται αναγκαίο, στην υλοποίηση νέων παρεμβάσεων, καθώς και στην επέκταση, τη διεύρυνση και τη βελτίωση των υφιστάμενων.





Σύμφωνα με τα όσα υποστηρίζει τώρα το ΥΠΟΙΚ, τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός έχουν ως στόχο τη στήριξη της μεσαίας τάξης και της εργασίας, την προστασία των εισοδημάτων, την ενδυνάμωση της παραγωγικής διαδικασίας, την ενίσχυση των πράσινων και ψηφιακών επενδύσεων, και την τόνωση της κοινωνικής συνοχής. Επιδίωξη αυτής της πολιτικής είναι η ενίσχυση τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς, η οποία είναι απαραίτητη για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.





Οι 12 παρεμβάσεις και το κόστος





Ας δούμε όμως ποιες είναι οι 12 αυτές παρεμβάσεις, καθώς και το δημοσιονομικό κόστος της κάθε μίας:





1. Μείωση ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και μισθωτών του ιδιωτικού τομέα κατά 3 μονάδες για το 2021. Κόστος: 820 εκατ. ευρώ.





2. Κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, ελεύθερους επαγγελματίες και αγρότες. Κόστος: 770 εκατ. ευρώ.





3. Θεσμοθέτηση προγράμματος επιδότησης 100.000 νέων θέσεων εργασίας. Κόστος: 350 εκατ. ευρώ.





4. Επέκταση του προγράμματος «ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ» έως το τέλος του 2020. Κόστος: 190 εκατ. ευρώ. Ενώ συνεχίζεται η δυνατότητα προσωρινής αναστολής συμβάσεων σε συγκεκριμένους κλάδους. Κόστος: 330 εκατ. ευρώ.





5. Υλοποίηση 3ου κύκλου Επιστρεπτέας Προκαταβολής, και δρομολόγηση 4ου. Κόστος: 2,1 δισ. ευρώ.





6. Θέσπιση του μέτρου των υπερ-εκπτώσεων για ψηφιακές και πράσινες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου. Θα υπάρξει μικρή απώλεια εσόδων, η οποία εξαρτάται από το ύψος των επενδύσεων που θα πραγματοποιηθούν.





7. Καταβολή των αναδρομικών των συνταξιούχων και πίστωση ποσών λόγω του νέου τρόπου υπολογισμού των συντάξεων. Κόστος: 1,86 δισ. ευρώ.





8. Κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για κατοίκους μικρών, ακριτικών νησιών της χώρας. Κόστος: 1,5 εκατ. ευρώ ετησίως.





9. Παράταση της προθεσμίας καταβολής κάθε φορολογικής και ασφαλιστικής οφειλής για όσους πλήττονται από τον κορωνοϊό.





10. Παράταση της εφαρμογής μειωμένου συντελεστή ΦΠΑ για συγκεκριμένα προϊόντα και υπηρεσίες. Κόστος: 150 εκατ. ευρώ.





11. Αναστολή πλειστηριασμών για την 1η κατοικία των ευάλωτων νοικοκυριών μέχρι το τέλος του 2020.





12. Παράταση των επιδομάτων ανεργίας και μείωση του αριθμού των απαιτούμενων ενσήμων για τους εποχικά εργαζόμενους. Κόστος: 230 εκατ. ευρώ.





Η συνολική αξία αυτών των μέτρων ανέρχεται στα 6,8 δισ. ευρώ. Το ΥΠΟΙΚ προσθέτει ότι, η συνολική ενίσχυση της οικονομίας το προσεχές διάστημα, προσθέτοντας και τους πόρους που θα διοχετευθούν μέσω του τραπεζικού συστήματος, θα ανέλθει περίπου στα 10 δισ. ευρώ. Όπως επισημαίνει σε σχετική ανακοίνωση και το ΕΒΕΠ, το οικονομικό επιτελείο προσπαθεί με ιδία μέσα, να χτίσει μια «γέφυρα» ασφαλούς περάσματος της κοινωνίας και οικονομίας, μέχρι την καθυστερημένη εκταμίευση των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που φτάνουν τα 32 δισ. ευρώ. Το ενισχυμένο πακέτο οικονομικών μέτρων που ανακοινώθηκε, δίνει προσωρινές «ανάσες» σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και μια προοπτική μόνιμων ελαφρύνσεων, αφού περιέχει μειώσεις φόρων και εισφορών, επιδότηση της απασχόλησης, καθώς και ενισχυμένη παροχή ρευστότητας.





Η επιδείνωση





Από την άλλη, οι συνεχείς κυβερνητικές παρεμβάσεις, προκειμένου να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού, σε συνδυασμό με την πίεση που δέχονται τα κρατικά έσοδα λόγω της ύφεσης και των περιοριστικών μέτρων στην οικονομική δραστηριότητα, δοκιμάζουν τις αντοχές του κρατικού προϋπολογισμού. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΥΠ.ΟΙΚ. για το διάστημα Ιανουαρίου – Αυγούστου, παρουσιάζεται έλλειμμα στο ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού ύψους 10,804 δισ. ευρώ έναντι στόχου για έλλειμμα 2,892 δισ. ευρώ που έχει περιληφθεί για το αντίστοιχο διάστημα του 2020 στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020.





Το πρωτογενές αποτέλεσμα διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους 6,607 δισ. ευρώ, έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 1,152 δισ. ευρώ και πρωτογενούς πλεονάσματος 2,906 δισ. ευρώ για την ίδια περίοδο το 2019.Το ύψος των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε σε 28,930 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 3,524 δισ. ευρώ ή 10,9% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης, καθώς και στην επίπτωση από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπισή της.









Τα έσοδα





Τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε 27,009 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά 3,633 δισ. ευρώ ή 11,9% έναντι του στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020. Ωστόσο, σε σύγκριση με τις επικαιροποιημένες εκτιμήσεις για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020 που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, το οποίο κατατέθηκε στην Ε.Ε. στις 30 Απριλίου 2020 και οι οποίες περιέχουν τις επιπτώσεις των μέτρων για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και λαμβανομένου υπόψη του ποσού των 163 εκατ. ευρώ, του οποίου η καταχώριση εκκρεμεί, ως ανωτέρω, τα έσοδα από φόρους είναι αυξημένα κατά περίπου 370 εκατ. ευρώ.





Οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2020 ανήλθαν στα 39,735 δισ. ευρώ και παρουσιάζονται αυξημένες κατά 4,388 δισ. ευρώ έναντι του στόχου (35,346 δισ. ευρώ). Οι κυριότερες αιτίες της εμφανιζόμενης απόκλισης είναι:





α) η δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού λόγω της πανδημίας του COVID-19 (μισθωτών και επιστημόνων) ύψους περίπου 1,189 δισ. ευρώ, η οποία πληρώθηκε από το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων (κατηγορία μεταβιβάσεων),





β) η δαπάνη ενίσχυσης επιχειρήσεων με την μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους περίπου 864 εκατ. ευρώ , η οποία πληρώθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών (κατηγορία μεταβιβάσεων),





γ) η δαπάνη έκτακτης επιχορήγησης προς τον ΕΦΚΑ και τον ΕΟΠΥΥ για την κάλυψη υστέρησης εσόδων από τις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές λόγω της πανδημίας, ύψους 420 και 263 εκατ. ευρώ αντίστοιχα,





δ) οι αυξημένες εκροές του ΠΔΕ κατά 1,887 δισ. ευρώ, κυρίως λόγω των δαπανών για την αποζημίωση ειδικού σκοπού επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων, για την επιδότηση τόκων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, για το μέτρο της επιστρεπτέας προκαταβολής επιχειρήσεων, για την δράση ΤΕΠΙΧ ΙΙ και για τη σύσταση ταμείου εγγυοδοσίας επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας του COVID-19,





ε) οι αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά 159 εκατ. ευρώ. Με αντίρροπο χαρακτήρα κινήθηκε η υποεκτέλεση σε άλλες μείζονες κατηγορίες δαπανών, οι οποίες τροφοδοτήθηκαν με ανάλωση μέρους του αποθεματικού.





Οι επιπτώσεις της πανδημίας και το “φως στο τούνελ”





Σύμφωνα με τα όσα σημειώνει και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής (ΓΠΒ) στην τελευταία του έκθεση, το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιονομικής επιδείνωσης προέρχεται από την εφαρμογή των έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με δεδομένο ωστόσο ότι ένα σημαντικό μέρος αυτών των μέτρων αφορά αναστολές πληρωμών φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, δεν είναι ακόμα εφικτός ο εντοπισμός του μέρους εκείνου της δημοσιονομικής επιδείνωσης που προέρχεται από την ίδια την ύφεση και την επίπτωσή της στα δημόσια έσοδα.





Η επιδείνωση αυτή πάντως δεν έχει μεγάλη σημασία βραχυπρόθεσμα, καθώς οι δημοσιονομικοί στόχοι της χώρας, όπως και ολόκληρης της Ευρωζώνης είναι σε αναστολή και η φερεγγυότητα του ελληνικού δημοσίου δεν έχει πληγεί, όπως φαίνεται από τις χαμηλές αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και εντόκων γραμματίων. Μεσοπρόθεσμα ωστόσο, και σε συνδυασμό με τη μείωση του ΑΕΠ, η δημοσιονομική επιδείνωση θα οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του λόγου δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ.





Όσο βεβαίως τα ειδικά μέτρα της ΕΚΤ παραμένουν σε ισχύ, τα επιτόκια δανεισμού του ελληνικού δημοσίου διατηρούνται χαμηλά και επιτρέπουν την απρόσκοπτη εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους. Θετικά επίσης επιδρούν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους το ευνοϊκό χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών, τα χαμηλά επιτόκια για τα δάνεια του επίσημου τομέα καθώς και το υψηλό ταμειακό απόθεμα. Με δεδομένο όμως ότι τα έκτακτα μέτρα της ΕΚΤ και η αναστολή των δημοσιονομικών στόχων δεν θα διατηρηθούν εσαεί, είναι σημαντικό να υπάρξει μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας.









Επιπλέον επεκτατικά μέτρα





Το παραπάνω θα αποτελέσει σημαντική πρόκληση στο επόμενο διάστημα καθώς θα χρειαστούν επιπλέον επεκτατικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας. Όπως έχει ήδη επισημάνει το ΓΠΒ, τα επεκτατικά μέτρα δεν πρέπει να περιοριστούν σε μεταβιβάσεις και φοροαπαλλαγές αλλά και σε δημόσια κατανάλωση και επένδυση, καθώς τα τελευταία έχουν ισχυρότερη επίδραση στο ΑΕΠ. Σημειώνει επίσης τον κίνδυνο αντιστροφής της προόδου που έχει συντελεστεί, ιδιαίτερα στη διετία 2018-19, όσον αφορά το ποσοστό φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου απαιτεί το σχεδιασμό και εφαρμογή ενός εκτεταμένου πλαισίου δράσεων τόσο στο πεδίο της κοινωνικής προστασίας όσο και σε εκείνο της αγοράς εργασίας.





Το ΓΠΒ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, παρότι δραματικές, παραμένουν διαχειρίσιμες σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό ωστόσο δεν συνιστά λόγο εφησυχασμού αλλά, αντίθετα, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προετοιμασίας της ελληνικής οικονομίας προκειμένου να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις όταν αρθούν οι ειδικές συνθήκες και ευνοϊκές παρεμβάσεις της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής που ισχύουν σήμερα. Η εξασφάλιση σημαντικά αυξημένων πόρων από το ταμείο ανάκαμψης και τον πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ για την περίοδο 2021-2027, αναμένεται να μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις της κρίσης λόγω της πανδημίας και να συμβάλλει στην ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, αφενός η λήψη και αφετέρου η αποτελεσματική αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων αποτελούν ιδιαίτερα σημαντικές προκλήσεις για το επόμενο διάστημα.





Ανθεκτικότητα και στήριξη





Από την πλευρά της στη δική της ανάλυση η Alpha Bank επισημαίνει ότι παρά την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης η διατήρηση της πτωτικής δυναμικής των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών τίτλων, υποδηλώνει ότι οι αγορές προεξοφλούν:





Πρώτον, την ανθεκτικότητα της Ελληνικής Οικονομίας έναντι του υφεσιακού shock, σε χρονικό ορίζοντα διετίας, η οποία ήδη ενισχύεται από τα μέτρα στήριξης για το χρονικό διάστημα 2020-2021. Δεύτερον, την ενεργό στήριξή της από τη μη συμβατική νομισματική πολιτική που ασκεί η ΕΚΤ, μέσω των αγορών των ελληνικών τίτλων, στο πλαίσιο του νέου, Έκτακτου Προγράμματος Αγοράς Στοιχείων Ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP).





Τρίτον, το ευνοϊκότερο profile του ελληνικού χρέους, αναφορικά με τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου για τα επόμενα δύο έτη, οι οποίες παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, τη μεγάλη περίοδο ωρίμανσης του χρέους, καθώς και το γεγονός ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του αποτελείται, πλέον, από δάνεια σταθερού επιτοκίου. Τέταρτον, το ισχυρό πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα που προσδοκάται να προκύψει, την επόμενη εξαετία, μέσω της απορρόφησης των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, καθώς και των κονδυλίων από το ΕΣΠΑ 2021-2027 που είναι διαθέσιμα για την Ελλάδα.





Πρόσθετη ευελιξία





Σύμφωνα με την Alpha Bank η αποκλιμάκωση των αποδόσεων και η συμμετοχή της χώρας μας στο PEPP αναμένεται να δώσουν πρόσθετη ευελιξία χρηματοδότησης της Ελληνικής Οικονομίας και να λειτουργήσουν επικουρικά στη διατήρηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημοσίου χρέους σε χαμηλά επίπεδα. Εκτός από την ακολουθούμενη νομισματική πολιτική, μια πρόσθετη, ευνοϊκή παράμετρος για τα ελληνικά ομόλογα είναι η συμφωνία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Σχέδιο Ανάκαμψης, σύμφωνα με το οποίο η Ελλάδα είναι από τις πλέον ωφελημένες χώρες, με βάση τα κεφάλαια που θα διατεθούν σε επιδοτήσεις και δάνεια ως ποσοστό του ΑΕΠ (17%). Η εξέλιξη αυτή αναμένεται επιπλέον να στηρίξει την αναπτυξιακή πορεία της Ελληνικής Οικονομίας από το επόμενο έτος.





Τα ταμειακά αποθέματα





Η διαμόρφωση της απόδοσης του 10ετούς ελληνικού ομολόγου σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα διευκολύνει εξάλλου την εκδοτική δραστηριότητα του Ελληνικού Δημοσίου, επιτρέποντας τη διατήρηση των ταμειακών αποθεμάτων της χώρας σε ικανοποιητικό επίπεδο, μέσω των εκδόσεων ομολόγων. Τα αντληθέντα κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές αναπληρώνουν τα κονδύλια που χρησιμοποιούνται από τα ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, έως ότου ξεκινήσει η εκταμίευση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης το 2021. Σύμφωνα με την Alpha Bank, η μείωση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου οδηγεί σε διεύρυνση του δημοσιονομικού χώρου, ωστόσο, σε βραχυχρόνιο ορίζοντα, παραμένουν δύο σημαντικές προκλήσεις:





· Πρώτον, η διατήρηση της ρευστότητας της πραγματικής οικονομίας, μέσω της παροχής κρατικών εγγυήσεων, αλλά και μέσω κοινοτικών κονδυλίων.





· Δεύτερον, η μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία που θα βοηθήσει στη διασφάλιση των εισοδημάτων και των θέσεων εργασίας των απασχολουμένων που πλήττονται από την πανδημική κρίση.