Γιατί το ευρωπαϊκό «σχέδιο Μάρσαλ» θα αποτύχει

Το €750 δισ. πακέτο τόνωσης που ανακοίνωσε η Κομισιόν εν μέσω «κορωνο-κρίσης» χαιρετίστηκε με ευφορία από πληθώρα μακροοικονομικών αναλυτών και επενδυτικών τραπεζών. Καλές οι χαρές και τα πανηγύρια των «ειδικών» (πολιτικών και οικονομολόγων) στα κανάλια, ωστόσο καιρός είναι τώρα να εξετάσουμε με πιο ερευνητική και επιφυλακτική ματιά το λεγόμενο «νέο σχέδιο Μάρσαλ».
Γιατί; Πολλοί θα επιχειρηματολογήσουν πως μια γρήγορη και αποφασιστική απάντηση στο οικονομικό χάος μετά τον «Μεγάλο Εγκλεισμό» (μεταξύ μας, η ευρωπαϊκή –και όχι μόνο– οικονομία ήταν «άρρωστη» πολύ πριν τον covid) μέσω ένεσης ρευστότητας που θεωρητικά θα αποτρέψει χρηματοπιστωτική κατάρρευση και μέσω ισχυρής δημοσιονομικής τόνωσης που θα θωρακίσει την ανάκαμψη, είναι όλα αναμφίβολα θετικά μέτρα. Ή μήπως όχι;
Η ιστορία και η εμπειρία μας διδάσκει πως, στην πραγματικότητα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνο να απογοητευτούμε από το τελικό αποτέλεσμα στην (πραγματική) οικονομία. Φυσικά αναφερόμαστε στα χρήματα που θα κρατήσουν όρθια τη μικρομεσαία επιχείρηση και δεν θα γίνουν απλώς νούμερασε χοντρά φύλλα τραπεζικών ισολογισμών. Η Ευρωζώνη καλώς ή κακώς (μόνο κακώς βασικά) λειτουργεί χρόνια τώρα σε ένα καθεστώς αέναης ποσοτικής χαλάρωσης και αρνητικών επιτοκίων, ούσα εθισμένη πλέον στα πιο σκληρά οικονομικά «ναρκωτικά», και ανίκανη ουσιαστικά να δημιουργεί μόνη της πραγματική αξία, τις προϋποθέσεις να «ευτυχήσει» – σαν ένας άρρωστος οργανισμός που έχασε τη δυνατότητα να παράγει αυτόνομα τις ορμόνες που χρειάζεται, αφού συνήθισε να τις λαμβάνει τεχνητά.
Στην Ευρώπη έχουμε κακό ιστορικό σε ό,τι αφορά πακέτα τόνωσης, γεγονός που από μόνο του θα έπρεπε να μας προειδοποιεί κόντρα στη μη ρεαλιστική αισιοδοξία των ειδικών, οι οποίοι άλλωστε ανέκαθεν μας «χαντάκωναν» σε κάθε κρίση. Η Ευρωζώνη βρίσκεται αλυσοδεμένη σε αλλεπάλληλα κρατικά πακέτα ανάκαμψης, που ξεπλένουν παλιές αμαρτίες, καταδικάζοντας παράλληλα τις επόμενες γενιές στη μιζέρια… Είναι όντως τα λεγόμενα «λεφτά από ελικόπτερο» (helicoptermoney) αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Ευρώπη αυτή τη στιγμή;
Όπως ίσως θυμάστε, η Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιούλιο του 2009 ξεκίνησε ένα φιλόδοξο σχέδιο για την ανάπτυξη και την απασχόληση που ονομαζόταν «Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης της Οικονομίας». Ένα πακέτο ανάκαμψης 1,5% του ΑΕΠ έγινε για να «δημιουργηθούν εκατομμύρια θέσεις εργασίας» σε υποδομές, έργα πολιτών, διασυνδέσεις και στρατηγικούς τομείς. Η Ευρώπη επρόκειτο να βγει από την κρίση ισχυρότερη από τις ΗΠΑ χάρη στην Κεϋνσιανή ώθηση των δημοσίων δαπανών.
Ωστόσο, 4,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας χάθηκαν και το έλλειμμα σχεδόν διπλασιάστηκε ενώ η οικονομία πάγωσε. Αυτό συνέβη μετά τον διπλασιασμό του ισολογισμού της ΕΚΤ μεταξύ 2001 και 2008. Όχι μόνο αυτό το τεράστιο σχέδιο δεν βοήθησε την Ευρωζώνη να αναδυθεί ισχυρότερη από την κρίση, αλλά μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει πως την παρέτεινε κιόλας, εφόσον το 2019 υπήρχαν ακόμη σημάδια αδυναμίας. Η αύξηση των φόρων και τα εμπόδια στην ιδιωτική δραστηριότητα που συνόδευαν αυτό το μεγάλο πακέτο δαπανών καθυστέρησαν την ανάκαμψη, η οποία σε κάθε περίπτωση ήταν πιο αργή από τις συγκρίσιμες οικονομίες.
Θα πρέπει ίσως επίσης να αποδομήσουμε την ιδέα ότι η ΕΚΤ δε στήριξε την οικονομία στην κρίση του 2008. Υπήρχαν δύο τεράστια προγράμματα εξαγοράς κρατικών ομολόγων, ενώ ο Ζαν Κλοντ Τρισέ ήταν πρόεδρος της ΕΚΤ, τα επιτόκια μειώθηκαν από 4,25% σε 1% από το 2008 και υπήρχαν αγορές άνω των €115 δισ. σε κρατικά ομόλογα. Στο τέλος του 2011, η ΕΚΤ ήταν ο μεγαλύτερος κάτοχος του ισπανικού χρέους και όμως κατηγορήθηκε για αδράνεια. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, το ισοζύγιο της ΕΚΤ ήταν μεγαλύτερο από αυτό της Fed σε σχέση με το ΑΕΠ, και τον Μάιο του 2020 ανερχόταν στο 44% του ΑΕΠ σε σύγκριση με το 30% στις ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα τα πακέτα τόνωσης δεν έπαψαν ποτέ να υπάρχουν στην ευρωζώνη. Ένα επιπλέον σχέδιο εξαγοράς της ΕΚΤ εκτός από τα προγράμματα ρευστότητας TLTRO υπό τον Μάριο Ντράγκι έφερε κρατικά ομόλογα στις χαμηλότερες αποδόσεις της ιστορίας και οδήγησε την ΕΚΤ να αγοράσει σχεδόν το 20% του συνολικού χρέους των κύριων κρατών. Αυτό ήταν ένα τόσο υπερβολικό σχέδιο επέκτασης ισολογισμού που, στα τέλη Μαΐου 2020, το πλεόνασμα ρευστότητας στην ΕΚΤ ήταν €2,1 τρισ. Το πλεόνασμα ρευστότητας ήταν μόλις €125 δις. όταν ξεκίνησε το λεγόμενο σχέδιο ανάκαμψης του 2014.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη, την παραγωγικότητα και την απασχόληση αυτών των τεράστιων σχεδίων ήταν κάτι περισσότερο από απογοητευτικό. Εκτός από μια σύντομη περίοδο ευφορίας το 2017, οι πτωτικές αναθεωρήσεις στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης ήταν σταθερές, με αποκορύφωμα το τέταρτο τρίμηνο του 2019 με τη Γαλλία και την Ιταλία σε στασιμότητα, τη Γερμανία στα πρόθυρα της ύφεσης και μια σημαντική επιβράδυνση στην Ισπανία. Η χρήση δικαιολογιών του Brexit και του εμπορικού πολέμου δεν συγκάλυψε το γεγονός ότι το οικονομικό αποτέλεσμα του πακέτου ανάκαμψης ήταν ήδη περισσότερο από απογοητευτικό.
Έχουμε ένα άλλο σημαντικό παράδειγμα που επισύρει την ανάγκη προσοχής μας. Το λεγόμενο «Σχέδιο Γιουνκέρ», που θεωρείτο η λύση στην έλλειψη ανάπτυξης της Ε.Ε., είχε επίσης ένα εξαιρετικά κακό αποτέλεσμα. Κινητοποίησε €360 δισ., πολλά για έργα χωρίς πραγματική οικονομική απόδοση ή πραγματική επίδραση στην ανάπτυξη. Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ μειώθηκαν απότομα, η αύξηση της παραγωγικότητας σταμάτησε και η βιομηχανική παραγωγή μειώθηκε τον Δεκέμβριο του 2019 στο χαμηλότερο επίπεδο των πρόσφατων ετών.
Πρέπει επίσης να είμαστε προσεκτικοί με τα πράσινα σχέδια. Όλοι μας είμαστε υπέρ μιας σοβαρής και ανταγωνιστικής ενεργειακής μετάβασης, αλλά δεν μπορούμε να ξεχάσουμε ότι ένα σημαντικό μέρος του «πράσινου» σχεδίου της Ε.Ε. επιτίθεται στη ζήτηση μέσω φορολογικών αυξήσεων και προστατευτικών μέτρων, όπως π.χ. τον συνοριακό φόρο σε χώρες που δεν έχουν υπογράψει τη Συμφωνία του Παρισιού (αλλά όχι σε όσους δεν συμμορφώνονται – αυτοί δεν έχουν κανέναν κίνδυνο). Αυτό περιορίζει τις δυνατότητες ανάκαμψης και αυξάνει την πιθανότητα ενός πρόσθετου εμπορικού πολέμου.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τον αρνητικό αντίκτυπο στη βιομηχανία και την απασχόληση των μαζικών «πράσινων» σχεδίων πολιτικής της ζώνης του ευρώ την περίοδο 2004-2018, τα οποία ανάγκασαν τα νοικοκυριά της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υποφέρουν λογαριασμούς ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου που ήταν διπλάσιοι από αυτών στις ΗΠΑ, ενώ η ανάπτυξη παρεμποδίστηκε.
Ξεπλένοντας το παρελθόν, καταδικάζοντας το μέλλον
Ποιο είναι το πρόβλημα με τα ευρωπαϊκά σχέδια ανάκαμψης σε σύγκριση με αυτά των ΗΠΑ; Το πρώτο και πιο σημαντικό πρόβλημα είναι ότι προέρχονται από έναν κεντρικό σχεδιασμό κατευθυνόμενης οικονομίας. Αυτά είναι σχέδια με ισχυρή συνιστώσα την πολιτική λήψη αποφάσεων σχετικά με το πού και πώς επενδύονται τα χρήματα. Ο πολιτικός σχεδιασμός είναι ουσιαστικό μέρος των μεγαλύτερων τμημάτων αυτών των πακέτων ανάκαμψης, και ως εκ τούτου, δημιουργούν κακή ανάπτυξη και μικρά αποτελέσματα.
Έτσι, ένα από τα μεγάλα προβλήματα είναι ότι οι τομείς που ήδη υποφέρουν από πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα «τονώνονται» ή δημιουργείται ένα ψευδές σήμα ζήτησης μέσω επιδοτήσεων, το οποίο στη συνέχεια δημιουργεί προβλήματα κεφαλαίου κίνησης και ανησυχητική αύξηση του αριθμού των εταιρειών ζόμπι. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, ο αριθμός των εταιρειών ζόμπι στην Ευρώπη έχει εκτιναχθεί εν μέσω σχεδίων ανάκαμψης. Το παρελθόν ξελασπώνεται και η οικονομία μετατρέπεται σε ζόμπι.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι οι λανθασμένοι τομείς τονώνονται ενώ χιλιάδες μικρές εταιρίες που δεν έχουν πρόσβαση σε πίστωση ή πολιτική εύνοια καταστρέφονται. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρωζώνη καταστρέφει περισσότερες καινοτόμες εταιρίες ή τις εμποδίζει να αναπτυχθούν όταν η ρύθμιση αναγκάζει το 80% της πραγματικής οικονομίας να χρηματοδοτηθεί μέσω των τραπεζών, ενώ στις ΗΠΑ δεν φτάνει το 30%. Μπορείτε να φανταστείτε μια εταιρεία όπως η Apple ή το Netflix να αναπτύσσεται μέσω τραπεζικών δανείων; Αδύνατο.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι η εμμονή με την αναδιανομή. Κυρώνοντας φορολογικά την αξία και την επιτυχία και διατηρώντας τις δημόσιες δαπάνες πάνω από το 40% του ΑΕΠ με οποιοδήποτε κόστος μέσω υψηλότερων φόρων, ενώ παράλληλα επιδοτεί τομείς χαμηλής παραγωγικότητας, η Ε.Ε. διατρέχει τεράστιο κίνδυνο κακής επένδυσης όταν ανταμείβει τους επιδοτούμενους τομείς ή εκείνους που βρίσκονται κοντά στην πολιτική εξουσία, ενώ τα άτομα με υψηλή παραγωγικότητα τιμωρούνται. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ευρώπη δεν έχει τεχνολογικούς πρωταθλητές. Τους φοβίζει διαιωνίζοντας τους παρωχημένους εθνικούς πρωταθλητές και τιμωρώντας την αμοιβή και τις εναλλακτικές επενδύσεις μέσω της φορολογίας.
Τίποτα από τα οποία συζητήσαμε δεν αλλάζει στο πακέτο των πρόσφατων ανακοινώσεων Είναι το ίδιο, αλλά πολύ μεγαλύτερο. Και δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι αυτή τη φορά θα είναι διαφορετικό. Ενώ μας λένε για πράσινα σχέδια, η συντριπτική πλειοψηφία της οικονομικής διάσωσης θα διατίθεται σε αλουμίνιο και χάλυβα, αυτοκίνητα, αεροπορικές εταιρείες και διυλιστήρια. Εν τω μεταξύ, μια τεράστια φορολογική αύξηση στις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις μπορεί να πνίξει περαιτέρω τις νεοσύστατες επιχειρήσεις, τις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη και τις καινοτόμες εταιρείες.
Τελικά το πρόβλημα της Ε.Ε. δεν ήταν ποτέ η έλλειψη πακέτων ανάκαμψης, αλλά μάλλον η υπερβολική χρήση τους. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αλυσοδέσει το ένα κρατικό σχέδιο ανάκαμψης μετά το άλλο από την ίδρυσή της. Αυτή η κρίση χρειαζόταν μια ισχυρή ώθηση στην αξία, την καινοτομία, το ιδιωτικό κεφάλαιο και την επιχειρηματικότητα με μέτρα εφοδιασμού. Φοβάμαι πως, για μια ακόμη φορά, αποφασίστηκε να διασωθεί το (αμαρτωλό) παρελθόν, ενώ σκοτώνεται το μέλλον. Να κάνουμε αισχρά και κόντρα σε όλες τις βασικές οικονομικές αρχές bail-outσε ανίκανους οικονομολόγους, τραπεζίτες και πολιτικούς υπερβολικά δειλούς για να αναλάβουν το πολιτικό κόστος μιας υγιούς «ελεγχόμενης κατεδάφισης» (όπου θα ξαναχτίζαμε), να τη σκαπουλάρουν οι «ειδικοί» την ώρα που καταδικάζεται οι επόμενες γενιές.
Θα είναι η Ιταλία η επόμενη χώρα που θα εγκαταλείψει την Ε.Ε.;
Με το βλέμμα στο μετα-lockdown οικονομικό χάος που πυροδότησε η πανδημία, Γαλλία και Γερμανία επιχειρούν μέσω του νέου ευρωπαϊκού σχεδίου να διορθώσουν τη ζημιά. Ωστόσο, η έκδοση ομολόγων που οραματίζονται στις Βρυξέλλες δε θα συνοδεύεται από τις προβλεπόμενες κοινές εγγυήσεις. Η πρόταση του Τζορτζ Σόρος για τα λεγόμενα «αέναα» ομόλογα ίσως να προσέφερε προσωρινή ανακούφιση στο πρόβλημα, αλλά δεν θα το επέλυε. Σε κάθε περίπτωση όμως, αν δε δοθεί πρόσβαση στη ρευστότητα άμεσα, θα είναι ήδη πολύ αργά για χώρες όπως Ισπανία, Ιταλία και φυσικά Ελλάδα, των οποίων η φετινή τουριστική σεζόν ενδεχομένως χτυπήθηκε ανεπανόρθωτα.
Όμως, ας σταθούμε στην περίπτωση της Ιταλίας, η οποία, όπως αναφέραμε ήδη από όταν έσκασε η κορωνο-κρίση, είναι ο πραγματικός αδύναμος κρίκος, που αν δεν αντέξει το μετα-covid,χάος, θα είναι αυτός που θα ξεκινήσει ένα ολέθριο ντόμινο για την ευρωπαϊκή οικονομία. Κάτι τέτοιο ίσως να σημάνει την έξοδο της γειτονικής χώρας από την ήδη παραπαίουσα Ε.Ε. κι αυτή τη φορά κανείς δεν θα μπορεί να σταματήσει ένα Italexit.
Υπάρχει, όμως, περίπτωση οι Ιταλοί να θέλουν να την «κάνουν» νωρίτερα;
Στις 27 Μαΐου το πολιτικό κίνημα Italia Libera υπέβαλε συνταγματικό νομοσχέδιο ζητώντας δημοψήφισμα για αποχώρηση από την Ε.Ε., δείχνοντας πως είναι εφικτό ένα θεσμικό μονοπάτι που να επιτρέπει στους πολίτες να αποφασίσουν εάν θέλουν να παραμείνουν στην Ε.Ε. ή όχι – μάλιστα σε μια μη δημοφιλής εποχή για το μπλοκ μετά και την άρνηση βοήθειας εν μέσω πανδημίας.
Ο Gian Luca Proietti Toppi, δικηγόρος που εμπλέκεται στο νομοσχέδιο, δήλωσε ότι «οι επιπτώσεις της απελευθέρωσης από αυτήν τη γραφειοκρατική και καταπιεστική υπερδομή θα είναι σίγουρα πολύπλοκες στη διαχείρισή τους. Υπάρχουν πολλές θετικές πτυχές στην Ε.Ε., ιδίως η ελεύθερη κυκλοφορία των ανθρώπων και μια συντονισμένη προσπάθεια καταπολέμησης του εγκλήματος μέσω της Ευρωπόλ, αλλά αυτές οι πολυμερείς συμφωνίες μπορούν να υπάρξουν χωρίς Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και κυρίαρχα θεσμικά όργανα με έδρα τις Βρυξέλλες και το Στρασβούργο. Όπως εξήγησε ο Τόπι, η Ιταλία φαντάστηκε την Ε.Ε. να είναι «μια κοινότητα λαών και όχι τραπεζιτών». Αυτός είναι ο λόγος την ίδια ημέρα που ανακοινώθηκε το νομοσχέδιο, έγινε γνωστό επίσημα από την Κομισιόν ένα πρωτοφανές Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το ταμείο δημιουργήθηκε μόνο λόγω της αντίδρασης που υπήρξε εξ αιτίας της αρχικής αδιαφορίας του μπλοκ να βοηθήσει τις ήδη προβληματικές οικονομίες της Ε.Ε. που καταστράφηκαν περαιτέρω από την πανδημία.
Ωστόσο, οι Ιταλοί δεν ξεχνούν το «άδειασμα» Λαγκάρντ, όταν ο κορωνοϊός παρέλυε τα νοσοκομεία, ότι η πανδημία ήταν μόνο ιταλικό πρόβλημα. Μήπως τελικά το «νέο σχέδιο Μάρσαλ» δίδεται εσπευσμένα εν μέρει σαν «δώρο» της Ευρώπης σε μια απογοητευμένη Ιταλία;
Ένα «Italexit» θα αποτελούσε μεγαλύτερο πλήγμα στο κύρος της Ε.Ε. και στη συνέχεια του Brexit. Η Ιταλία, ως χώρα της G20, χρησιμοποιεί το Euro σε αντίθεση με τη Βρετανία που διατήρησε την κυριαρχία του νομίσματος και συνέχισε να χρησιμοποιεί τη λίρα. Επομένως, για να αποφευχθεί η ισχυρή πιθανότητα η Ιταλία τα επόμενα χρόνια να αποχωρήσει από την Ε.Ε., οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο πρέπει να λάβουν υπόψη τις πολιτικές τους αποτυχίες και να εργαστούν για να σχεδιάσουν μια νέα κοινότητα που θα σέβεται την εθνική κυριαρχία και ταυτότητα με βάση την αμοιβαιότητα. Δεν είναι αποδεκτό το γεγονός ότι η Γερμανία παραμένει η κυρίαρχη χώρα της Ε.Ε. και ουσιαστικά κυβερνά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις Ευρωπαϊκές Κεντρικές Τράπεζες, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Μια Ευρώπη. απαλλαγμένη από αδίστακτους τραπεζίτες, αυτοαναφορικούς γραφειοκράτες και ανεπαρκείς πολιτικούς, βρίσκεται στην πρώτη γραμμή εκείνων που πιέζουν τις αντίστοιχες χώρες τους να εγκαταλείψουν την Ε.Ε. ή να ζητήσουν τη μεταρρύθμισή της. Ωστόσο, για να επιτευχθεί αυτό, ένα μεγάλο κράτος πρέπει να ηγηθεί της ευθύνης, και φαίνεται ότι η Ιταλία θα αναλάβει αυτόν τον ρόλο και θα μπορούσε κάλλιστα να είναι το πρώτο κράτος του ευρώ που θα εγκαταλείψει την Ε.Ε. εάν δεν γίνουν δραστικές μεταρρυθμίσεις. Και η ιταλική έξοδος θα προκαλέσει σίγουρα ένα φαινόμενο ντόμινο σε όλη την Ευρώπη.
Γράφει ο Γιάννης Τσιρογιάννης