Από την αγωνία του lockdown, στην αβεβαιότητα του restart!

Από το ξέσπασμά της το πρώτο τρίμηνο του 2020, η πανδημίατου κορωνοϊού έχει επιφέρει και συνεχίζει να επιφέρει υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο ανθρώπινο και οικονομικό κόστος παγκοσμίως. Και το ζήτημα είναι, όπως επισημαίνει στην τελευταία του έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλης (ΓΠΒ), ότι δεν είναι γνωστή ούτε η ένταση, ούτε και η διάρκεια αυτής της διαταραχής, συνεπώς είναι πρόωρο να προβλέψει κανείς με σχετική βεβαιότητα τις ανθρώπινες απώλειες και το οικονομικό κόστος σε ετήσια βάση.
Του Σπύρου Σταθάκη
Ακόμα δυσκολότερο είναι να προβλέψει κανείς τις μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες αφού ουδείς γνωρίζει σε ποιο βαθμό οι σημερινές καταστάσεις θα επηρεάσουν μελλοντικές οικονομικές συμπεριφορές. Ωστόσο, είναι σαφές ότι ο αντίκτυπος της διακοπής της οικονομικής δραστηριότητας θα αποδυναμώσει σημαντικά τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης των οικονομιών. Σύμφωνα με το ΓΠΒ, ειδικά οι οικονομίες των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης θα αντιμετωπίσουν στο προσεχές διάστημα έναν συνδυασμό προκλήσεων και αβεβαιοτήτων λόγω της πανδημίας αλλά και των γενικότερων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που θα επιταχυνθούν λόγω της πανδημίας.
Σύμφωνα με σχετικές μετρήσεις του ΟΟΣΑ, το μέγεθος της εκτιμώμενης μείωσης του ΑΕΠ είναι τέτοιο που ισοδυναμεί με μείωση του ετήσιου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ έως και 2 ποσοστιαίες μονάδες για κάθε μήνα που συνεχίζουν να ισχύουν τα αυστηρά μέτρα περιορισμού της οικονομικής δραστηριότητας. Εάν η διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας συνεχιστεί για τρεις μήνες, χωρίς άλλους ανασχετικούς παράγοντες, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ θα μπορούσε να είναι μεταξύ 4-6 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερος από ότι θα ήταν διαφορετικά. Ε[ιπλέον, μεγάλες αβεβαιότητες περιβάλλουν σχεδόν κάθε πτυχή της πανδημίας. Σύμφωνα με την έκθεση του ΓΠΒ, μερικές από αυτές τις αβεβαιότητες είναι:
Η ανάπτυξη και διαθεσιμότητα σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού αξιόπιστων τεστ αντισωμάτων. Η ικανότητα των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης να αντιμετωπίσουν την πανδημία. Ο χρόνος που θα απαιτηθεί για την ανάπτυξη ασφαλών, αποτελεσματικών εμβολίων. Η διάρκεια και αποτελεσματικότητα των περιοριστικών μέτρων και άλλων στρατηγικών μετριασμού και περιορισμού της εξάπλωσης. Ο βραχυπρόθεσμος οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας και των πολιτικών αντιπαραθέσεων που αναπόφευκτα θα προκληθούν. Η ταχύτητα της ανάκαμψης καθώς η πανδημία υποχωρεί.Η διάρκεια ισχύος των δημοσιονομικών και νομισματικών παρεμβάσεων. Ο βαθμός στον οποίο θα συνεχιστούν οι μεταβολές που προκαλούνται από την πανδημία στην οικονομική συμπεριφορά. Και τέλος, το ενδεχόμενο επανεμφάνισης της πανδημίας με την ίδια ή και με μεγαλύτερη ένταση τον Οκτώβριο ή και το επόμενο έτος.
Κορωνοϊός και ελληνική οικονομία
Μέσα σε αυτό το διεθνές περιβάλλον καλείται να πορευτεί και η χώρα μας, η οποία ήδη αντιμέτωπίζει τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης. Με μία διαφορά όμως. Το αδιαμφισβήτητο γεγονός των αξιοθαύμαστωνεπιδόσεων στον έλεγχο της διάδοσης της πανδημίας του κορωνοϊού. Κάτι που πλέον αναγνωνίζεται παγκοσμίως, και είναι η καλύτερη διαφήμιση για την Ελλάδα, την ώρα μάλιστα που έχουν αρχίσει να αίρονται οι περιορισμοί στις μετακινήσεις και στην οικονομική δραστηριότητα, με έμμφαση φυσικά στον τουρισμό.
Στις θετικές εξελίξεις πρέπει να καταγραφεί και η αποδέσμευση της δόσης των 748 εκατ. ευρώ, που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με την έκτη έκθεση αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας. Η δόση των 748 εκατ. ευρώ αφορά στα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους και περιλαμβάνουν τη μεταφορά των κερδών που είχαν κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης από ελληνικά ομόλογα και την άρση της προσαύξησης του περιθωρίου επιτοκίου που είχε αποφασισθεί για ορισμένα δάνεια που είχε πάρει η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Στην έκθεση η Κομισιόν διαπιστώνει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τις έκτακτες συνθήκες από την έξαρση του κορωνοϊού, η Ελλάδα έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να επιτύχει τις προβλεπόμενες συγκεκριμένες μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις. Από κει και πέρα, η Επιτροπή σημειώνει ότι, η έξαρση του κορωνοϊού, έχει αλλάξει ριζικά την κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα στην Ελλάδα, όπως στις περισσότερες άλλες χώρες - μέλη. Ειδικά η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα και άρχισε να εφαρμόζει μέτρα με στόχο τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού ήδη στα τέλη Φεβρουαρίου. Όπως και στις άλλες χώρες - μέλη, τα περιοριστικά μέτρα περιόρισαν πολύ την οικονομική δραστηριότητα και επηρέασαν, άμεσα ή έμμεσα, ένα μεγάλο μέρος του εργατικού δυναμικού.
Σύμφωνα με την Κομισιόν, η πανδημία οδήγησε σε μία πρωτοφανή οικονομική διαταραχή και ήταν δικαιολογημένη μία έκτακτη αντίδραση από την πλευρά των εθνικών Αρχών, με την ενίσχυση πρωτοβουλιών στο επίπεδο της Ε.Ε. Εκτός από τη διοχέτευση πόρων για την εφαρμογή των άμεσων προτεραιοτήτων, τα περιοριστικά μέτρα που ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση της έξαρσης του κορονοϊού, είχαν ως παράπλευρη συνέπεια ότι επηρέασαν πολύ την ικανότητα εφαρμογής μεταρρυθμίσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή προβλέπει μεταξύ άλλων, ότι το ελληνικό ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει 10% το 2020 και η ανεργία να ανέλθει κοντά στο 20%. Επιπλέον, προβλέπει ότι φέτος το πρωτογενές έλλειμμα θα φτάσει στο 3,5% του ΑΕΠ. Επίσης, εκτιμά το σύνολο των δημοσιονομικών μέτρων καθώς και των παρεμβάσεων ρευστότητας στα 19,7 δισ. ευρώ.

Τα μέτρα στήριξης της οικονομίας και η κατάσταση στην αγορά εργασίας
Η κυβέρνηση από τη μεριά της, προκειμένου να περιορίσει κατά το δυνατόν τις οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης, σε κάθε φάση αντιμετώπισης της πανδημίας, εφαρμόζei μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων που πλήττονται. Μεταξύ αυτών, η αποζημίωση ειδικού σκοπού 534 ευρώ για Ιούνιο και Ιούλιο, για εργαζομένους σε κλειστές επιχειρήσεις ή επιχειρήσεις που πλήττονται στους κλάδους του τουρισμού, της εστίασης, των μεταφορών, του πολιτισμού και του αθλητισμού, η μείωση ΦΠΑ σε εισιτήρια, καφέ, μη αλκοολούχα ποτά και θερινά σινεμά και εκπτώσεις φόρων, καθώς και το πρόγραμμα στο οποίο το Κράτος θα επιδοτεί, για ορισμένο χρονικό διάστημα, σημαντικό μέρος των μηνιαίων δόσεων όσων πλήττονται από τις συνέπειες του κορωνοϊού, και έχουν δάνεια με υποθήκη στην πρώτη κατοικία.
Το συνολικό κόστος των μέτρων που βρίσκονται σε εφαρμογή ή θα υλοποιηθούν διευρύνεται στα περίπου 14,5 δισ. ευρώ, και η προστιθέμενη αξία τους στα 20 δισ. ευρώ. Το συνολικό κόστος των παρεμβάσεων εκτιμάται ότι θα ανέλθει σε 24 δισ. ευρώ. Ένα από τα πολλά μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, είναι και η δυνατότητα που δίνεται στις επιχειρήσεις, να προχωρήσουν σε εργασιακές ρυθμίσεις μειωμένου χρόνου εργασίας, με τις απώλειες στο εισόδημα των εργαζομένων να καλύπτονται κατά 60% από το πρόγραμμα οικονομικής ενίσχυσης της βραχυχρόνιας εργασίας «Συν-Εργασία». Το πρόγραμμα αυτό θα χρηματοδοτείται από το κοινοτικό πρόγραμμα SURE, από το οποίο προβλέπεται εισροή 1,4 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, για την κάλυψη του κόστους της δημιουργίας ή της επέκτασης εθνικών σχημάτων για εργασία με μειωμένο ωράριο.
Οι πόροι αυτοί θα συμπληρώνονται κατά το δοκούν με επιδόματα ανεργίας (ακόμη και για όσους δεν θα προσληφθούν φέτος στον τουρισμό), το πρόγραμμα ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος, και άλλους πόρους καθώς ενεργοποιούνται κοινοτικά προγράμματα ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση του ΣΕΒ, είναι σημαντική η αξιοποίηση των πόρων των 1,4 δισ. ευρώ του προγράμματος SURE, οι οποίοι αναλογούν περίπου σε 483 ευρώ ανά άτομο για 5 μήνες. Το κοινωνικά βέλτιστο θα είναι τα χρήματα αυτά να μην γίνουν επιδόματα ανεργίας, αλλά επιδόματα εργασίας, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις με μειωμένο τζίρο να μπορέσουν να λειτουργήσουν προσφέροντας και διατηρώντας όσες περισσότερες θέσεις εργασίας είναι δυνατόν έστω και, προσωρινά, μειωμένου ωραρίου.
Τα στοιχεία πάντως από την αγορά εργασίας είναι απογοητευτικά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, η ανεργία αναμένεται να διαμορφωθεί κοντά στο 20% του εργατικού δυναμικού κατά μέσο όρο το 2020 από 17,2% το 2019, με την απασχόληση σε μέσους όρους να μειώνεται κατά 3,7%, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αυτό σημαίνει μια μείωση της απασχόλησης κατά 155 χιλ. άτομα αρχή-τέλος το 2020, με τη μισθωτή απασχόληση να μειώνεται κατά 101 χιλ. και τους αυτοαπασχολούμενους, που αποτελούν διαχρονικά το 35% της απασχόλησης, κατά 54 χιλ. Ο ΣΕΒ εκτιμά ότι από τα 101 χιλ. άτομα που θα μειωθεί η μισθωτή απασχόληση, ολόκληρη στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, περίπου 13 χιλ. θα είναι η μείωση της απασχόλησης στον τουρισμό και 88 χιλ. στους λοιπούς κλάδους, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος κάθε κλάδου πριν την τρέχουσα κρίση.
Ειδικά για τον τουρισμό, στην περίοδο Μαρτίου - Ιουλίου 2020 οι καθαρές προσλήψεις θα είναι μειωμένες σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019 κατά 224 χιλ. άτομα, και στους λοιπούς κλάδους κατά 141 χιλ. άτομα, δηλαδή συνολικά 365 χιλ. άτομα περίπου. Αν σε αυτούς προστεθούν οι αναλογούντες αυτοαπασχολούμενοι, το σύνολο των πληττόμενων από την νέα ανεργία συμπολιτών μας θα ανέλθει σε περίπου 580 χιλ. άτομα για 5 μήνες. Από κει και πέρα, τα προγράμματα στήριξης της εργασίας θα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένα ώστε να ελαχιστοποιούν τα διλήμματα ηθικού κινδύνου. Πρέπει να υπάρχει, πάντα, κίνητρο για τους εργαζόμενους να επιδιώξουν να βρουν εργασία και αντικίνητρο για τους εργοδότες να οδηγηθούν άνευ εναλλακτικών στην επιλογή των απολύσεων, ή να καταστρατηγήσουν το σύστημα κρατικών παροχών.

Τι φέρνει η “επόμενη μέρα” στην οικονομία
Όπως επισημαίνει στην έκθεσή του και το ΓΠΒ, αυτή την περίοδο πρακτικά ολοκληρώνεται η πρώτη φάση των οικονομικών παρεμβάσεων «έκτακτης ανάγκης» που κάλυψαν προσωρινά τις εισοδηματικές απώλειες εργαζομένων και επιχειρήσεων και ανέστειλαν την πληρωμή φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων. Ωστόσο, η επερχόμενη κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας θα απαιτήσει ένα νέο κύκλο παρεμβάσεων, με στόχο το περιορισμό της έντασης και της διάρκειας της ύφεσης. Οι οικονομικές παρεμβάσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του κορωνοϊού δεν θα οδηγήσουν σε μόνιμη υποβάθμιση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας.
Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με το ΓΠΒ, ότι θα πρέπει να αποφευχθεί μια παρατεταμένη αύξηση της ανεργίας, μια συνεχιζόμενη κάμψη των επενδύσεων και μια νέα γενιά μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επιπλέον, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν στη δημιουργία μιας πιο ανθεκτικής και εξωστρεφούς οικονομίας με έμφαση σε δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας και ειδικευμένης εργασίας. Παράλληλα, θα πρέπει να ενισχυθούν οι ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης προκειμένου να διασφαλιστεί η γρήγορη επιστροφή στην αγορά εργασίας των εργαζομένων που θα βρεθούν στην ανεργία λόγω της κρίσης του κορωνοϊού.
Ένα ζήτημα που δεν έχει συζητηθεί αρκετά, σύμφωνα με το ΓΠΒ, αφορά στο επιπρόσθετο κόστος που προκαλούν οι παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το άμεσο δημοσιονομικό βάρος των μέτρων που έχουν ληφθεί μέχρι σήμερα, χωρίς τις εγγυήσεις, φτάνει τα 10 δισ. ευρώ, δηλαδή 5,35% του ΑΕΠ. Με δεδομένες τις σχετικές υποθέσεις για το μέγεθος της ύφεσης (-4,7% στο βασικό σενάριο) το πρωτογενές αποτέλεσμα του 2020 αναμένεται να διαμορφωθεί σε έλλειμμα 1,9% του ΑΕΠ και το χρέος σε 188,8% του ΑΕΠ.Η δημοσιονομική ισορροπία αναμένεται να αποκατασταθεί όταν η οικονομία επανέλθει στα κανονικά της επίπεδα. Ωστόσο, το αυξημένο δημόσιο χρέος δεν θα εξαλειφθεί αυτόματα με την επιστροφή σε πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό με τη σειρά του θέτει δύο κρίσιμα ζητήματα, όπως τονίζει το ΓΠΒ.
Το πρώτο είναι ότι δύσκολα μπορεί να προβλεφθεί ο χρόνος που θα χρειαστεί αυτή η επαναφορά του λόγου χρέους προς ΑΕΠ στα προ κορωνοϊού επίπεδα, στο μεσοδιάστημα της οποίας η χώρα θα βρεθεί εκτεθειμένη στις αβεβαιότητες των διεθνών αγορών. Για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διασφαλιστεί, κυρίως από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δυνατότητα χρηματοδοτικής στήριξης των πιο ευάλωτων χωρών και να δοθεί επαρκής χρόνος ώστε να αποκαταστήσουν τη δημοσιονομική τους ισορροπία με ομαλό τρόπο. Το δεύτερο –και κρισιμότερο– ζήτημα είναι ότι αυτό το αυξημένο χρέος θα πρέπει να πληρωθεί από δημόσιους πόρους επιβαρύνοντας, σε τελική ανάλυση, τους πολίτες της χώρας. Η κατανομή αυτού του βάρους, είτε μεταξύ κοινωνικών ομάδων είτε μεταξύ γενεών, θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο ανοιχτού και ειλικρινούς δημόσιου διαλόγου ώστε να χαραχθεί μια κοινώς αποδεκτή δημοσιονομική στρατηγική για τα επόμενα χρόνια.
Από και και πέρα, το ΓΠΒ επισημαίνει ότι, ο σημαντικότερος εξωγενής κίνδυνος για την ελληνική οικονομία συνδέεται με την εξέλιξη της πανδημίας καθώς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε κλάδους που επηρεάζονται έντονα από τα περιοριστικά μέτρα (μεταφορές, τουρισμό, εμπόριο, εστίαση, ψυχαγωγία, εφοδιαστικές αλυσίδες) και οι επιπτώσεις θα φανούν στη δυνατότητα των επιχειρήσεων και νοικοκυριών που δραστηριοποιούνται σε αυτούς τους κλάδους να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
O παγκόσμιος χαρακτήρας της οικονομικής κρίσης θα μειώσει τα εισοδήματα στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας και κατά συνέπεια θα μειώσει τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης μέσω της μείωσης των εξαγωγών. Αν μάλιστα ο προστατευτισμός των εσωτερικών βιομηχανιών από τις χώρες της ΕΕ ενταθεί, τότε η αρνητική εξέλιξη των ελληνικών εξαγωγών στην ΕΕ θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Η γενικότερη οικονομική επιβράδυνση, η μεγάλη αβεβαιότητα που επικρατεί και η περιορισμένη ρευστότητα με την σειρά τους θα προκαλέσουν αύξηση στο πριμ κινδύνου (risk premium) για την πραγματοποίηση μιας επένδυσης μειώνοντας τις επενδύσεις και συνεπώς μειώνοντας ακόμα περισσότερο τον εγχώριο ρυθμό μεγέθυνσης.
Επιπλέον, η αστάθεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και η αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών θα μπορούσε να αντιστρέψει την συνεχιζόμενη υποχώρηση (μέχρι και το ξέσπασμα της πανδημίας) του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο και συνακόλουθα για τον ιδιωτικό τομέα. Ο κίνδυνος αυτός αφορά κατά κύριο λόγο στην περίοδο μετά την ολοκλήρωση του νέου έκτακτου προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας της ΕΚΤ. Σημαντικός επίσης είναι ο κίνδυνος επιδείνωσης του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων λόγω της κρίσης του κορωνοϊού, αφού περιορίζει την ικανότητά του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική οικονομία.