Από την πανδημία, στην οικονομική κρίση

Η πανδημική κρίση, αποτέλεσμα της διάδοσης του νέου κορωνοϊού, δοκιμάζει βαρύτατα τις αντοχές των κοινωνιών, των οικονομιών αλλά και των συστημάτων υγείας, ακόμη και στις πιο ανεπτυγμένες χώρες. Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ευρωζώνη, πλέον είναι αντιμέτωπη με μία συρρίκνωση που δεν έχει προηγούμενο σε καιρό ειρήνης, όπως προειδοποίησε η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ!
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις της ΕΚΤ, στο πρώτο τρίμηνο του 2020 που ήταν μερικώς μόνον επηρεασμένο από τον κορωνοϊό, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης μειώθηκε κατά 3,8% σε σχέση με το τέταρτο τρίμηνο του 2019. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι, τον Απρίλιο το οικονομικό κλίμα στην Ευρωζώνη κατέγραψε τη μεγαλύτερη πτώση την μεγαλύτερη πτώση στην ιστορία του. Ο δείκτης κυριολεκτικά κατέρρευσε 27,2 μονάδες στην Ευρωζώνη στις 67 μονάδες, έναντι 94,2 του Μαρτίου και 103,4 του Φεβρουαρίου, πολύ κοντά στα χαμηλά επίπεδα του Μαρτίου 2009, κατά τη διάρκεια της μεγάλης ύφεσης.
Του Σπύρου Σταθάκη
Ακόμη πιο δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις της ΕΚΤ για το σύνολο του 2020. Καταρχήν τα διαθέσιμα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν πολύ βαθιά ύφεση στο δεύτερο τρίμηνο, ενώ με βάση τις προβλέψεις των οικονομολόγων της ΕΚΤ, το ΑΕΠ της Ευρωζώνης μπορεί να συρρικνωθεί φέτος κατά 5% ως 12%. Tα μέτρα για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού έχουν παγώσει την οικονομική δραστηριότητα σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης και την υπόλοιπη υφήλιο, ενώ, καθώς θα αίρονται τα περιοριστικά μέτρα, η οικονομική δραστηριότητα θα ανακάμψει, αλλά η ταχύτητα και το μέγεθος της είναι εξαιρετικά αβέβαια.
Όπως σημειώνει και σε πρόσφατη παρέμβαση η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή Ελλάδος (ΟΚΕ), Ελάχιστα χρόνια μετά την οικονομική κρίση του 2008, τη συνακόλουθη κρίση χρεών της ευρωπαϊκής περιφέρειας και με εμμένουσα την μεταναστευτική κρίση, η Ευρώπη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια πρωτόγνωρη απειλή με δραματικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Οι αρχικές εκτιμήσεις δείχνουν σημαντική μείωση του ΑΕΠ και εκτίναξη της ανεργίας. Παρόμοια είναι και η κατάσταση για την χώρα μας, σε μία περίοδο μάλιστα που η ελληνική οικονομία είχε μόλις αρχίσει να ανακάμπτει από την δωδεκαετή δημοσιονομική κρίση.
Πάντως, είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, καθημερινά, τα σενάρια για παγκόσμια ύφεση εντός του 2020 επικαιροποιούνται επί τα χείρω, με το πιο μετριοπαθές να αναφέρει υποχώρηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη της τάξης του 5-6% και το πιο δυσμενές έως και 15%, με διαφορετικό βαθμό έντασης σε κάθε χώρα ανάλογα με τη δομή της οικονομίας και την εξάρτηση της από συγκεκριμένες οικονομικές δραστηριότητες. Στην τελευταία επικαιροποιημένη έκδοση προβλέψεων για την παγκόσμια οικονομία, το ΔΝΤ εκτιμά ότι η ύφεση στην παγκόσμια οικονομία θα φτάσει στο μείον τρία τοις εκατό (-3%) το 2020, ενώ για τις ανεπτυγμένες χώρες προβλέπεται υποχώρηση κατά 6,1%.
Ευρώπη: “Πολύ λίγα, πολύ αργά”;
Η επικεφαλής της ΕΚΤ δεν παρέλειψε να αναφέρει, ότι χρειάζεται πιο συντονισμένη δράση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Και αυτό πρόκειται για ένα ακόμη “καρφί” σχετικά με τον τρόπο που έχουν αντιδράσει μέχρι στιγμής οι ευρωπαϊκοί θεσμοί. Προκειμένου να ξεπεραστούν οι πρωτόγνωρες προκλήσεις που έχει προκαλέσει η πανδημία, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των μελών της. Άλλωστε, όπως επισημαίνει σε σχετική ανακοίνωση και το ΕΒΕΠ, για την ανάκαμψη από μια τόσο μεγάλη κρίση, μόνο μια κοινή ευρωπαϊκή λύση μπορεί να λειτουργήσει, θέτοντας την ενιαία αγορά στο επίκεντρο των τελικών αποφάσεων. Σύμφωνα πάντως με την ΟΚΕ, η αρχική αντίδραση της Ε.Ε. ήταν σχετικά φειδωλή και η λογική αντιμετώπισης των οικονομικών συνεπειών παρέμεινε εθνοκεντρική.
Από κει και πέρα, παρά το σύνολο των μέτρων που έχουν υιοθετηθεί και έχουν εξαγγελθεί, η νέα πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται περιλαμβάνει υψηλότερα επίπεδα αβεβαιότητας για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους και τα νοικοκυριά, γεγονός που αποτυπώνεται τόσο στους δείκτες οικονομικού κλίματος και στον περιορισμό των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικό επίπεδο όσο και στις προβλέψεις διεθνών οργανισμών για το μέγεθος της ύφεσης και των επιπτώσεων της στην κατανάλωση, τις επενδύσεις και στα δημόσια οικονομικά (επίπεδα χρέους των χωρών). Δυστυχώς, δεν διαπιστώθηκε ενιαία στρατηγική μεταξύ των κρατών-μελών για την αντιμετώπιση των υφεσιακών επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομία τους.
Η θετική πρόταση
Η ύστερη απόκριση της ΕΕ κινήθηκε στα όρια των εφικτών συμβιβασμών Βορρά-Νότου και η κάθε πλευρά θεωρεί ότι οι εξελίξεις θα της δώσουν περισσότερα επιχειρήματα για να επανέλθει στο μέλλον, όπως εκτιμά η ΟΚΕ. Ιδιαίτερα θετικά ωστόσο αξιολογείται τόσο η υιοθέτηση της γαλλικής πρότασης για σύσταση χωριστού Ταμείου Αλληλεγγύης για την ανόρθωση της οικονομίας μετά το πέρας της πανδημίας, όσο και η στάση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία επεσήμανε ότι οι ανάγκες είναι πολλαπλάσιες από ό,τι προβλέπει η απόφαση του Eurogroup, δήλωση με την οποία ουσιαστικά νομιμοποίησε μια εκτεταμένη προοπτική χρηματοδότησης.
Σε κάθε περίπτωση, οι 27 ηγέτες των χωρών της Ε.Ε. στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής συμφώνησαν ότι διαφωνούν αναθέτοντας στην Επιτροπή να επεξεργαστεί τις λεπτομέρειες ενός “Recovery Fund” και να το παρουσιάσει μέχρι τις 6 Μαΐου. Σύμφωνα με το ΕΒΕΠ, οι όποιες πρωτοβουλίες δεν κατέληξαν σε ένα “βήμα συμβιβασμού” για χρηματοδότηση μέσω του κοινοτικού προϋπολογισμού, ούτε μέσω κοινών ομολόγων. Τα μέτρα σε ευρωπαϊκό επίπεδο που απαιτούνται το ταχύτερο δυνατόν σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, είναι ζωτικής σημασίας να διοχετευτούν υπό την μορφή επιχορηγήσεων και όχι δανεισμού. Ο χρόνος μετρά αντίστροφα και μια συντονισμένη προσέγγιση μεταξύ των κρατών μελών πρέπει να συμφωνηθεί, χωρίς άλλη καθυστέρηση.

Πώς θα κινηθεί η ελληνική οικονομία εν μέσω πανδημίας
Η κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο επίπεδο, λόγω της υγειονομικής κρίσης, αναπόφευκτα θα έχει οδυνηρές συνέπειες και για τη χώρα μας. Σύμφωνα με την ΟΚΕ, οι προβλέψεις για τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης στην ελληνική οικονομία δεν είναι ευοίωνες. Η μεγάλη εξάρτηση της χώρας από τον τομέα των υπηρεσιών τουρισμού, της εστίασης και των μεταφορών και η μειωμένη δυνατότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να διαθέσει ρευστότητα στην αγορά με χαμηλό επιτόκιο, οδηγούν στην εκτίμηση ότι η ελληνική οικονομία θα διέλθει το 2020 (αρχής γενομένης από το β’ τρίμηνο) σε μια περίοδο απότομης ύφεσης, με σημαντικές συνέπειες για την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.
Βαθιά ύφεση
Τα στατιστικά/οικονομετρικά μοντέλα τείνουν να υιοθετούν μια προσέγγιση βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, με μεγάλες αποκλίσεις ως προς το μέγιστο και ελάχιστο όριο (από -5% έως και -18%). Είναι χαρακτηριστικό πως το ΔΝΤ προβλέπει ύφεση της τάξης του -10%, ενώ πριν την πανδημία του κορωνοϊού, οι εκτιμήσεις για την Ελλάδα ήταν για ανάπτυξη 3% το 2020. Στο εφιαλτικό σενάριο του ΟΟΣΑ η ύφεση μπορεί να αγγίξει το 30%. Σύμφωνα με την επίσημη επικαιροποιημένη εκδοχή του Υπουργείου Οικονομικών, η πτώση στο ΑΕΠ για το 2020 εκτιμάται ότι μπορεί να ανέλθει έως και το 10%.
Όσον αφορά την απασχόληση, στη βάση των στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ ο ένας στους τέσσερεις εργαζόμενους είναι σε αναστολή εργασίας (και συγκεκριμένα 1.063.098 εργαζόμενοι σε σύνολο 4.178.199 ήτοι το 25.4% των εργαζομένων), κυρίως στους κλάδους: καταλυμάτων, αθλητισμού, εκπαίδευσης και εστίασης. Η ανεργία σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ εκτιμάται ότι θα εκτιναχθεί στο 22,3%, από 17,3% που ήταν το 2019, σε ό,τι αφορά δε το 2021 παρά το ότι το Ταμείο προβλέπει ότι η ελληνική οικονομία θα κινηθεί με ανάπτυξη 5,1%, η ανεργία εκτιμάται ότι θα παραμείνει σε υψηλό επίπεδο, και συγκεκριμένα στο 19%. Επομένως μέσα στους επόμενους μήνες θα χαθούν περίπου 235.000 θέσεις εργασίας και παρά την υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας το 2021- πάντα με το καλό σενάριο- η πανδημική κρίση θα δημιουργήσει 95.000 νέους ανέργους.
Η ανεργία
Η ΟΚΕ επισημαίνει ότι, το πρόβλημα γίνεται, δε, εντονότερο, καθώς η ανεργία στην Ελλάδα κατά τη
διάρκεια της μνημονιακής περιόδου απέκτησε δομικά χαρακτηριστικά -εξ ου και τα πολύ υψηλά ποσοστά μακροχρόνια ανέργων- κάτι που σημαίνει ότι οι θέσεις εργασίας που χάνονται, αναπληρώνονται με πολύ δυσκολία. Από την άλλη, τα διάφορα σενάρια που εκπονούνται διερευνούν τις επιπτώσεις της κρίσης και τη διάρκεια τους στον κλάδο του τουρισμού, στο εμπορικό ισοζύγιο και στην δυνατότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να παράσχει ρευστότητα στην πραγματική οικονομία για την επανεκκίνηση της, παρά το ύψος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΤτΕ, 43,6%, Δεκ 2019).
Επιπλέον, το δημόσιο χρέος αναμένεται να επανέλθει στα επίπεδα της περιόδου της δημοσιονομικής κρίσης και ίσως να τα υπερβεί (προβολή για πάνω από 200% ΑΕΠ). Το γεγονός αυτό ενδεχόμενα να σηματοδοτεί υψηλότερο κόστος δανεισμού από τις αγορές και συνακόλουθα περιορισμένη δυνατότητα του δημόσιου τομέα να επανατροφοδοτήσει την επανεκκίνηση της οικονομίας, είτε
μέσω δημόσιων επενδύσεων, είτε μέσω τόνωσης της εγχώριας ζήτησης. Στον πρωτογενή τομέα αναμένεται να προκύψουν ευκαιρίες υποκατάστασης αγαθών, λόγω της μειωμένης εισαγωγικής ικανότητας, αλλά είναι πιθανό να προκύψουν και απώλειες εξ αιτίας του υψηλότερου κόστους συναλλαγών και των καθυστερήσεων στις διαδικασίες μεταφορών των νωπών προϊόντων εκτός της
ελληνικής επικράτειας.
Μείωση των εξαγωγών
Στο δευτερογενή τομέα και τη μεταποίηση, οι απώλειες συνδέονται σε μεγάλο βαθμό με τη μείωση των εξαγωγών, οι οποίες τα τελευταία χρόνια επέδειξαν ανθεκτικότητα. Ο κλάδος επεξεργασίας τροφίμων ενδεχόμενα να αυξήσει το μερίδιο του στη εγχώρια αγορά, όπως και η φαρμακοβιομηχανία, ενώ στον τομέα της ενέργειας η μείωση των διεθνών τιμών πετρελαίου και η αναδιάρθρωση της εσωτερικής αγοράς, κατ’ εφαρμογής της Πράσινης Συμφωνίας, θα μεταβάλλει το μίγμα παραγωγής ενέργειας. Εκτός από τις υπηρεσίες του τουριστικού τομέα, αναμένεται επίσης υποχώρηση στο σύνολο του τομέα των υπηρεσιών και του εμπορίου (με εξαίρεση, ως έναν βαθμό, στις δραστηριότητες του ηλεκτρονικού εμπορίου), καθώς και στον τομέα του real estate, ο οποίος τροφοδότησε την υπέρβαση της στασιμότητας και ενίσχυσε τις εισροές στην οικονομία τα τελευταία 3 χρόνια (άνοδος του τομέα κατασκευών, αύξηση τιμών ακινήτων, σταθεροποίηση φορολογικών εσόδων από περιουσία).
Πόσο εύκολη είναι η επιστροφή στην κανονικότητα;
Την ώρα λοιπόν που οι ευρωπαϊκές οικονομίες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική, μετρούν τις πληγές τους από την πανδημία, κάποιες χώρες έχουν αρχίσει να χαλαρώνουν τους περιορισμούς και να επιτρέπουν σε ορισμένες επιχειρήσεις να λειτουργήσουν ξανά. Άλλες ετοιμάζονται για παρόμοιες κινήσεις αλλά κινούνται προσεκτικά, όπως η χώρα μας, καθώς διαπίστωσαν ότι ακόμη και οι πολύ αυστηροί περιορισμοί επιβράδυναν μόνο την εμφάνιση νέων κρουσμάτων, δεν τα απέτρεψαν ούτε τα σταμάτησαν. Υπάρχει λοιπόν το ζήτημα ότι, εάν χαλαρώσουν πάρα πολύ οι περιορισμοί, μπορεί να υπάρξουν νέα κύματα κρουσμάτων, ίσως χειρότερα από το πρώτο, και οι κυβερνήσεις θα αναγκαστούν να επιστρέψουν στο lockdown. Μάλιστα κάποιοι περιορισμοί ενδέχεται να είναι απαραίτητοι επ’ αόριστον, έως ότου υπάρξει εμβόλιο κατά του ιού και η χρήση του γενικευθεί.
Αναγκαιότητα
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας συγκεκριμένα, το ΕΒΕΠ σε σχετική ανακοίνωση θεωρεί ότι το κυβερνητικό σχέδιο εξόδου κινείται ανάμεσα στην αναγκαιότητα συνέχισης των απαραίτητων μέτρων προστασίας και στην ανάγκη επανεκκίνησης της οικονομίας. Τα ενθαρρυντικά στοιχεία για τη χώρα μας, που μας έφεραν υγιείς στην επόμενη μέρα, δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού, αφού απαιτεί προσοχή και υπομονή για μια αργή και σταθερή επαναφορά σε μια νέα ασφαλή καθημερινότητα. Είναι απόλυτα ορθό, ο σχεδιασμός επανεκκίνησης της αγοράς να ξεκινά από τα μικρά καταστήματα που έχουν τον μικρότερο συνωστισμό. Πολλές μικρές επιχειρήσεις αναλαμβάνουν τη μεγάλη ευθύνη επανεκκίνησης της αγοράς και πρέπει να κερδίσουν το στοίχημα. Η αντιμετώπιση της επαναλειτουργίας της αγοράς πρέπει να είναι δυναμική και όχι παθητική, με πρώτο στόχο να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των καταναλωτών.
Από κει και πέρα, οι κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης δεν θα ξεπεραστούν ούτε γρήγορα, ούτε εύκολα. Η τήρηση των μέτρων υγιεινής και ασφάλειας πρέπει να γίνει τρόπος ζωής και υποχρέωσης μεταξύ μας. Από τη μεριά του ο ΣΕΒ σε πρόσφατη ανάλυση υποστηρίζει ότι, επιβάλλεται η όσο το δυνατόν ταχύτερη επαναφορά της οικονομικής δραστηριότητας σε όσο το δυνατόν πιο κανονικές συνθήκες, σαφώς με συμμόρφωση στα υγειονομικά πρωτόκολλα, αναλαμβάνοντας, όμως, λελογισμένους κινδύνους και έχοντας πλήρη επίγνωση του γεγονότος ότι πρόκειται για μια διαδικασία μάθησης από τα σφάλματα, που γίνονται.

Η εφαρμογή του lockdown
Είναι σημαντικό ότι οι πολίτες, σε μια ασυνήθιστα σπάνια άσκηση ευπείθειας, συνεργάστηκαν με τις αρχές, στη μεγάλη πλειοψηφία τους, για την εφαρμογή του προγράμματος lockdown της οικονομίας. Και θα συνεχίσουν να το κάνουν και στα στάδια άρσης των περιορισμών, εφόσον επιβεβαιώνονται οι προσδοκίες τους για μια ασφαλή μετάβαση στη μετά τον κορωνοϊό εποχή, χωρίς αδικαιολόγητες οικονομικές θυσίες.
Σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις που η λειτουργία τους έχει ανασταλεί με κρατική εντολή, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυτές αποτελούν το 14,6% του συνόλου (206 χιλ.) και το 25,4% των απασχολουμένων (1.063.098), που αποτελούν 2 στους 3 εργαζόμενους στους κλάδους με αναστολή λειτουργίας, ενώ 2.609. 891 εργαζόμενοι απασχολούνται σε επιχειρήσεις που δεν είναι σε αναστολή .
Το μεγαλύτερο πλήγμα
Οι επιχειρήσεις που είναι σε αναστολή λειτουργίας είχαν κύκλο εργασιών 6,4 δισ. ευρώ το 2ο τρίμηνο του 2019 και από αυτές το 1,4% έχει εξαγωγική δραστηριότητα, με ύψος εξαγωγών 488,5 εκατ. ευρώ το 2019, και το 1,6% έχει δυνατότητα διενέργειας ηλεκτρονικών συναλλαγών. Πιο συγκεκριμένα, σε αναστολή λειτουργίας βρίσκεται το 80-90% των επιχειρήσεων στους κλάδους των καταλυμάτων, της εστίασης, της εκπαίδευσης, και των δραστηριοτήτων άθλησης, διασκέδασης και ψυχαγωγίας, με το 90% και άνω των απασχολουμένων τους σε αναγκαστική αργία. Η περιφερειακή διασπορά των επιχειρήσεων σε αναστολή λειτουργίας αντανακλά την διάρθρωση της παραγωγικής διαδικασίας στην επικράτεια, με τα νησιά να υφίστανται το μεγαλύτερο πλήγμα λόγω τουρισμού.