Πορνεία: Η ιστορία του πιο αρχαίου επαγγέλματος στην Ελλάδα

Η πορνεία δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, αλλά διαπερνά κάθετα όλη την Ιστορία. Παρότι θεωρείται το αρχαιότερο επάγγελμα περνά περιόδους άνθησης που ταυτίζονται με εποχές καθολικής κοινωνικής αποσύνθεσης. Τέτοια είναι η περίοδος μετά την απελευθέρωση της χώρας από τον τουρκικό ζυγό, όπου στο ερειπωμένο θνησιγενές κρατίδιο περιφέρονται άσκοπα χιλιάδες απελπισμένοι χωρίς στέγη και τροφή.
Σε ακόμα δυσκολότερη μοίρα είναι γυναίκες και κορίτσια που, έχοντας χάσει τα πάντα, βρίσκουν ως λύση -όχι βιοπορισμού αλλά επιβίωσης- την πορνεία. Το 1834 η γραμματεία των Εσωτερικών προσπαθεί με οδηγία της προς τους νομάρχες: «Περί των κοινών γυναικών και των πορνείων» να βάλει, ανεπιτυχώς, τάξη στο φαινόμενο που παίρνει μορφή μάστιγας. Μιλάμε για γυναίκες στα όρια της εξαθλίωσης, που ζουν μόνες, αποκλεισμένες από τις οικογένειές τους, που καταφεύγουν στην πορνεία θεωρώντας την ως προσωρινή λύση που καλύπτει συγκεκριμένες, κυρίως οικονομικές ανάγκες μιας περιόδου.

Ο κοινωνικός στιγματισμός, η περιθωριοποίηση, ο έλεγχος από τους προστάτες, η επιβάρυνση της υγείας από αφροδίσια νοσήματα, ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες και η γρήγορη σωματική φθορά οδηγούν στην ταχύτατη σωματική και ψυχική παρακμή τους και στην ταχύτατη υποβάθμισή τους στον χώρο. Δεν είναι πια νέες και ωραίες και πλέον πρέπει να παρακαλέσουν τον προαγωγό να τις ξαναβάλει στο «επάγγελμα». Αλλες φορές μπαίνουν στον χώρο μέσω υποσχέσεων από αγαπητικούς, εκβιασμούς σωματεμπόρων ή σωματικής βίας προαγωγών, εγκλωβισμένες έτσι σ’ έναν φαύλο κύκλο εκμετάλλευσης και περιθωριοποίησης.
Αστυνομική διάταξη του 1894, με τίτλο: «Περί των κοινών γυναικών και των οίκων ασωτίας», αφού απαγορεύει την εμφάνιση εταίρων σε δημόσιες βόλτες και περιπάτους, αναφέρει τα εξής: «Παρατηρούμεν ότι κοιναί γυναίκες κατοικούσι εν αμφοτέραις ταις πόλεις Αθηνών και Πειραιώς εις συνοικίας και οδούς, ένθα η παρουσία αυτών προξενεί σκάνδαλον, και περιφέρονται εις τους δημοσίους περιπάτους και οδούς, προς βλάβην των ηθών, ότι πολλοί νέοι έπαθαν εξ αφροδισίων παθών ένεκα της λάθρα εξασκουμένης πορνείας, προς μεγίστην βλάβην της δημοσίας υγείας». Στην ίδια διάταξη υπάρχει χαρακτηρισμός της κοινής γυναίκας: «Η προκαλούσα εις δημοσίας οδούς άνδρας προς ασέλγειαν, η ευρεθείσα εις οίκους ασωτίας, η δεχομένη κατ’ οίκον επισκέψεις ανδρών και η μεταβαίνουσα εις οίκους επιληψίμους, ξενοδοχεία και άλλα δημόσια μέρη». Ως «οίκοι επιλήψιμοι» θεωρούνται τα καφωδεία, τα καφέ αμάν, καθώς και όλα τα ανδροκρατούμενα μη οικογενειακά κέντρα. Ως «οίκοι ασωτίας» ορίζονται οι οίκοι ανοχής, που καθιερώνονται επίσημα το 1856, με απόφαση του υπουργείου Εσωτερικών, με τη διευκρίνιση ότι θεωρούνται «κατ’ ανάγκην αναγκαίοι ένεκα του πλήθους των κατοίκων και της συρροής των ξένων». Οι ιδιοκτήτες τους ανάλογα με το φύλο τους ονομάζονται «μαυλισταί» και «μαυλίστριαι».