Βασίλης Κορκίδης: Ανθεκτική η ελληνική οικονομία παρά τη «μίνι ύφεση» σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις

Οι φθινοπωρινές
προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι η ελληνική
οικονομία έχει εισέλθει σε μια σταθερή φάση δυναμικής επανεκκίνησης. Ο ρυθμός
ανάπτυξης αναμένεται να κλείσει το 2019 στο 1,8%, το πλεόνασμα στο 3,7%, το
δημόσιο χρέος στο 175,2% και η ανεργία στο 17,3%. Οι προβλέψεις για το 2020
είναι ενθαρρυντικές, με τον ρυθμό ανάπτυξης στο 2,3%, το δημόσιο χρέος να
μειώνεται στο 169,3% και την ανεργία στο 15,4%. Η μόνη αμφισβήτηση που υπάρχει
για το 2020 είναι στο πλεόνασμα, που εκτιμάται στο 3,1%, αντί της συμβατικής
υποχρέωσης στο 3,5% του ΑΕΠ.
Αναλύοντας, όμως,
προσεκτικά το θετικό κλίμα, οι τάσεις που διαμορφώνονται στο εσωτερικό της
χώρας, σε πολλούς κλάδους προς το παρόν τουλάχιστον, παραμένουν «μικτές». Η
αλλαγή του μίγματος της οικονομικής πολιτικής της νέας κυβέρνησης και η
βελτίωση της εικόνας της χώρας μας διεθνώς, μας βοηθούν αρκετά σε μία περίοδο
που η παγκόσμια οικονομία και το εμπόριο έχουν αρχίσει να επιβραδύνονται.
Επίσης, παρά τη τεράστια άνοδο των επιχειρηματικών προσδοκιών, της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης, τη θεαματική βελτίωση στην αγορά ελληνικών ομολόγων και την
αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας κατά μια βαθμίδα σε ΒΒ- από την
S&P, η αγορά βρίσκεται σε κατάσταση αναμονής, καθώς οι συνθήκες ρευστότητας
είναι ακόμα περιορισμένες. Οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης για τη
μείωση του ΕΝΦΙΑ και τη διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, οι επερχόμενες
φοροελαφρύνσεις φυσικών και νομικών προσώπων, η αναμενόμενη εξυγίανση των
τραπεζικών ισολογισμών, μέσω του σχεδίου «Ηρακλής» για την τιτλοποίηση 36 δισ.
ευρώ δανείων σε καθυστέρηση, με εγγύηση του δημοσίου 12 δισ. ευρώ και τη
μεταφορά τους εκτός χαρτοφυλακίου τραπεζών, συνιστούν φιλοαναπτυξιακές
πρωτοβουλίες με ισχυρό φιλοεπιχειρηματικό προσανατολισμό. Επίσης, η καλή πορεία
των δημοσιονομικών μεγεθών και η είσπραξη φόρων το 2019, το προσχέδιο του
προϋπολογισμού του 2020 που διασφαλίζει τη δημοσιονομική πειθαρχία και τη
πρόωρη εξόφληση μέρους των υψηλού κόστους δανείων 3 δισ. ευρώ του ΔΝΤ από την
ελληνική κυβέρνηση, δημιουργούν αναμφίβολα συνθήκες οικονομικής σταθερότητας,
μείωσης του δημοσίου χρέους και μεγέθυνσης της οικονομίας μας.
Όλες οι θετικές εξελίξεις
απαιτούν χρόνο για να οδηγήσουν στη ζητούμενη επιτάχυνση της οικονομικής
δραστηριότητας, της εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό, της αύξησης ροής των
καταθέσεων των νοικοκυριών προς τις τράπεζες, και των καθαρών ροών τραπεζικών
χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα, ο όγκος των λιανικών πωλήσεων στο
-1,6% δεν φαίνεται να ανακάμπτει σε αντιστοιχία με τη βελτίωση της απασχόλησης,
τη μικρή αύξηση των μισθών και τις τιμές των αγαθών να υποχωρούν. Το διαθέσιμο
εισόδημα των νοικοκυριών, όπως καταγράφηκε το 2019, επιταχύνθηκε, όμως με
ταυτόχρονη επιβράδυνση της κατανάλωσης. Η μικρή βελτίωση της αποταμίευσης των
νοικοκυριών, που ακόμη παραμένει αρνητική, ίσως, αποτυπώνει την προσπάθεια
νοικοκυριών να διακανονίσουν τα χρέη τους προς την εφορία και τα ασφαλιστικά
ταμεία, μέσω του συστήματος των 120 δόσεων και των διευκολύνσεων που ισχύουν
για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά με στεγαστικά δάνεια, μεταφέροντας σε άλλες
χρήσεις πόρους, που ενδεχομένως θα ενίσχυαν τη κατανάλωση. Οι εξαγωγές αγαθών
παρά την αύξηση κατά 4,3% επιβραδύνονται σε 3,4%, καθώς επικρατούν αρνητικές
τάσεις στο διεθνές εμπόριο, ενώ οι αντίστοιχες εισαγωγές δεν αποκλιμακώνονται επαρκώς
για να στηριχθεί η εγχώρια παραγωγή.
Η προσπάθεια «επαναβιομηχάνισης»
της χώρας με την επαναλειτουργία κλειστών και αδρανών εργοστασίων αναμένεται να
βελτιώσει την παραγωγική μας εικόνα το 2020. Μεταξύ των φιλοαναπτυξιακών
παρεμβάσεων, που αναμένεται να υποστηρίξουν την προσέλκυση επενδύσεων και τη
δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, μετά τον αναπτυξιακό νόμο είναι ο νέος
φορολογικός νόμος, που περιλαμβάνει 14 παρεμβάσεις φοροελαφρύνσεων, ύψους 1,2
δισ. ευρώ. Οι πρόσφατες φθινοπωρινές προβλέψεις της Ε.Ε. και του ΔΝΤ, έστω και
με μικρές αποκλίσεις, συμφωνούν στην επίτευξη όλων των δημοσιονομικών στόχων
μας για το 2019 και ανησυχούν για το 2020 μόνο εάν θα υπάρξουν αρνητικές
εξελίξεις στην παγκόσμια οικονομία και πόσο αυτές θα επηρεάσουν τον ρυθμό
ανάπτυξης των χωρών της Ευρωζώνης που κινείται στο 1,1% και της Ε.Ε. - 28 στο
1,4%, αντί των αρχικών προβλέψεων για 1,3% και 1,6% αντίστοιχα.
Η Ελλάδα οφείλει να πάει
αντίθετα στις φθινοπωρινές προβλέψεις για «μίνι ύφεση» και να παραμείνει
προσηλωμένη στο στόχο του 2020 για ανάπτυξη 2,8%. Τέλος, καλείται να καλύψει
ένα μεγάλο επενδυτικό κενό με αύξηση 10% των ετήσιων επενδύσεων σε πάγια και να
διατηρήσει την οικονομική σταθερότητα της οικονομίας μας, παρά τη μικρότερη
ανάπτυξη στην Ε.Ε. και την Ευρωζώνη. Η ελληνική κυβέρνηση, το β’ εξάμηνο του
2019 έδωσε μία «συγχρονισμένη δημοσιονομική απάντηση» στην επιβράδυνση της
παγκόσμιας οικονομίας και οφείλει να βρει απάντηση για το 2020.