Κωνσταντίνος Μίχαλος: Σε αναμονή η μεσαία τάξη

Ο προϋπολογισμός του 2020 ενσωματώνει μια σειρά από απαραίτητες φορολογικές
ελαφρύνσεις για τις επιχειρήσεις, για τους ελεύθερους επαγγελματίες και για έναν
μεγάλο αριθμό φυσικών προσώπων. Πρόκειται για μέτρα που ήδη, με την ανακοίνωσή
τους, φαίνεται να έχουν δημιουργήσει θετικό αντίκτυπο στην αγορά και στην
κοινωνία, συμβάλλοντας στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος. Κυρίως, με την
εφαρμογή τους, αναμένεται να συμβάλουν ουσιαστικά στην αναθέρμανση της
πραγματικής οικονομίας, μετά από ένα μεγάλο διάστημα δυσπραγίας.
Θα πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι από τα ευνοϊκά μέτρα του
προϋπολογισμού έχει εξαιρεθεί ένα μεγάλο και σημαντικό μέρος του φορολογικού
σώματος, αποτελούμενο κυρίως από μισθωτούς της μεσαίας τάξης. Ειδικότερα, ενώ
οι φορολογούμενοι με ατομικό εισόδημα της τάξης των 10.000 ως 15.000 ευρώ αναμένουν
όφελος μέχρι και 35% ή 177 ευρώ τον χρόνο, αυτοί που έχουν εισόδημα από 16.000
ως 50.000 ευρώ θα δουν μια ελάχιστη, συμβολική ελάφρυνση στους φόρους τους, της
τάξης των 20 ως 30 ευρώ.
Εάν οι πληροφορίες αυτές επαληθευτούν, ο Προϋπολογισμός θα έχει αφήσει στην
αναμονή τους φορολογούμενους εκείνους που κατ’ εξοχήν υπερφορολογήθηκαν τα
προηγούμενα χρόνια και που εξακολουθούν να πληρώνουν ένα δυσανάλογα μεγάλο
μέρος των φόρων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί, στην Ελλάδα
δηλώνουν εισοδήματα από 16.000 ως 50.000 ευρώ περίπου 1,34 εκατ.
φορολογούμενοι. Οι πολίτες αυτοί, στην πλειονότητά τους μισθωτοί και
συνταξιούχοι, αντιστοιχούν στο 15% του συνολικού αριθμού των φορολογουμένων,
πληρώνουν όμως σε φόρους 4,4 δισ. ευρώ ετησίως, που αντιστοιχεί στο 53% –πάνω
από το μισό, δηλαδή– του συνολικού φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων. Αυτοί οι
φορολογούμενοι, όπως όλα δείχνουν, θα συνεχίσουν και φέτος να σηκώνουν στους
ώμους τους τα μεγαλύτερα φορολογικά βάρη.
Η συνεχιζόμενη υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, χωρίς παρεμβάσεις για τη
διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δεν δημιουργεί όμως μόνο ζητήματα δίκαιης
φορολογικής μεταχείρισης. Το συγκεκριμένο κομμάτι του φορολογικού σώματος
αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, κυρίως στελέχη
με υψηλές δεξιότητες και εξειδίκευση, οι οποίοι κατέχουν θέσεις ευθύνης στην
αγορά. Η συνεχής επιβάρυνση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας αυτών των
στελεχών οδηγεί συχνά σε σταδιοδρομίες με χαμηλά εισοδήματα, με αποτέλεσμα
πολλοί να είναι αυτοί που επιλέγουν τον δρόμο της μετανάστευσης, προκειμένου να
αναζητήσουν αμοιβές αντίστοιχες των προσόντων τους. Έτσι, χάνεται ένα πολύτιμο
κομμάτι του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας, που θα μπορούσε να συμβάλει
καθοριστικά στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων και στον παραγωγικό μετασχηματισμό
της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, το υψηλό κόστος απασχόλησης εξειδικευμένων
στελεχών καθιστά την Ελλάδα λιγότερο ελκυστική για ξένες επενδύσεις σε τομείς
έντασης γνώσης.
Βεβαίως και οι
φορολογούμενοι της μεσαίας τάξης ευνοούνται από τη μεσοσταθμική μείωση του
ΕΝΦΙΑ, ενώ μπορούν να αναμένουν περαιτέρω ελάφρυνση, στον βαθμό που θα
υλοποιηθεί η δέσμευση της κυβέρνησης για σταδιακή κατάργηση του φόρου
αλληλεγγύης. Είναι, όμως, σημαντικό η ελληνική οικονομία να πάψει να είναι
δέσμια της στρεβλής αντίληψης ότι οι ίδιοι φορολογούμενοι θα πρέπει να
πληρώνουν όλο και περισσότερους φόρους, για να συντηρείται ένα κράτος που
παραμένει σε μεγάλο βαθμό σπάταλο και αναποτελεσματικό. Πρέπει, επίσης, να
αρχίσει να γίνεται συνείδηση ότι η παραγωγή εθνικού πλούτου είναι εξίσου
απαραίτητη με την αναδιανομή του, για τη διασφάλιση συνθηκών ευημερίας στη
χώρα.
Αυτό
σημαίνει ότι στα επόμενα χρόνια θα χρειαστεί μια ουσιαστική μετατόπιση του
δόγματος της δημοσιονομικής και φορολογικής πολιτικής πάνω σε συγκεκριμένους
άξονες: μικρότερο και πιο αποτελεσματικό κράτος, αυστηρότερος έλεγχος των μη
παραγωγικών δαπανών του Δημοσίου, σταθερό και απλό φορολογικό σύστημα, χαμηλοί
φορολογικοί συντελεστές, διεύρυνση της φορολογικής βάσης και δίκαιη κατανομή
των φορολογικών βαρών, καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, με την αξιοποίηση
σύγχρονων εργαλείων. Τα πρώτα θετικά μηνύματα από την πλευρά της κυβέρνησης
έχουν δοθεί. Χρειάζονται, ωστόσο, περισσότερο και ταχύτερα βήματα προς αυτή την
κατεύθυνση.