Δεν έχει κερδίσει η χώρα τη «μάχη» για την ανάπτυξη

Η ελληνική οικονομία θα λέγαμε ότι βρίσκεται αυτή την
στιγμή σε μία κάπως «περίεργη» κατάσταση. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος διαμορφώνεται στα
υψηλότερα επίπεδα που έχουν παρατηρηθεί εδώ και πολλά χρόνια, οι συνθήκες χρηματοδότησης
και ρευστότητας των τραπεζών έχουν βελτιωθεί, οι τιμές των ακινήτων άρχισαν να
αυξάνονται και οι αποδόσεις των ομολόγων αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τους
τελευταίους μήνες, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου και τις εθνικές εκλογές
του Ιουλίου. Επίσης, η εμπιστοσύνη στον τραπεζικό τομέα έχει ενισχυθεί
σημαντικά.
Του Σπύρου Σταθάκη
Και όμως, αντί για ένα
πραγματικό αναπτυξιακό «ξέσπασμα», η οικονομία συνεχίζει μεν να ανακάμπτει,
αλλά με σχετικά συγκρατημένους ρυθμούς ανάπτυξης. Σύμφωνα με σχετική ανάλυση
της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), αυτό οφείλεται στην επιβράδυνση της παγκόσμιας
οικονομίας. Και αυτός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες, που
επηρεάζουν αρνητικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Μιλάμε φυσικά για
το επισφαλές διεθνές περιβάλλον, όπως έχει διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες
ειδικά.
Όλοι οι διεθνείς
οργανισμοί συμφωνούν στο εξής: ότι η παγκόσμια οικονομία πατάει «φρένο». Όπως
σημειώνει και το ΔΝΤ, αυτό είναι μια συνέπεια
των αυξανόμενων φραγμών στο διεθνές εμπόριο, της αυξημένης αβεβαιότητας σε
σχέση με το παγκόσμιο εμπόριο και τη γεωπολιτική, των ιδιοσυγκρασιακών
παραγόντων που διαμορφώνουν μακροοικονομική πίεση σε αναδυόμενες οικονομίες της
αγοράς και των δομικών παραγόντων όπως της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας
και της επιδείνωσης των δημογραφικών δεδομένων στις αναπτυγμένες οικονομίες.
Το διεθνές περιβάλλον,
λοιπόν, δεν είναι ευνοϊκό για τις προσπάθειες της εθνικής μας οικονομίας να
πατήσει «γκάζι». Πάντως, η ΤτΕ υποστηρίζει ότι, οι
βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας υποδηλώνουν σημαντική
ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας στην παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση.
Αυτό οφείλεται στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης καθώς η οικονομία ανακάμπτει
από τη μακρά ύφεση, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, αντισταθμίζει την αρνητική
επίδραση της επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας. Και αυτό αναμφισβήτητα
είναι θετικό.
Οι
ιδιαιτερότητες
Από την άλλη, υπάρχουν
και κάποιες κρίσιμες εξελίξεις στη διάρκεια του 2019 που δημιουργούν μεγάλες δυνατότητες για την
οικονομία, αλλά ταυτόχρονα και σημαντικές αβεβαιότητες. Αυτές τις εξελίξεις, οι
οποίες θα καθορίσουν τις οικονομικές προοπτικές της χώρας μας, καταγράφει στο
πρώτο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Αναλυτικότερα:
Πρώτον, είναι η πρώτη
χρονιά μετά το 2010 κατά την οποία η οικονομία εξέρχεται από τους πολύ
αυστηρούς περιορισμούς των μνημονίων. Έχει επίσης δημιουργηθεί ωφέλιμος χώρος
από την πιστοληπτική αναβάθμιση της οικονομίας, τη μείωση των επιτοκίων
δημόσιου δανεισμού και την άρση των κεφαλαιακών ελέγχων. Ωστόσο, εξακολουθούν
να υπάρχουν δημοσιονομικοί περιορισμοί (ύψος πρωτογενών πλεονασμάτων) που
δημιουργούν εμπλοκή στην επεκτατική δυναμική της οικονομίας, και μάλιστα σε μια
περίοδο κατά την οποία ένα σημαντικό κομμάτι του ιδιωτικού τομέα είναι σε φάση
απομόχλευσης.
Δεύτερον, υπήρξε τόσο
από την προηγούμενη κυβέρνηση όσο και από τη σημερινή μια σειρά επεκτατικών
παρεμβάσεων με τη λήψη μέτρων φορολογικής ελάφρυνσης σε μια προσπάθεια τόνωσης
της εγχώριας ζήτησης (κατανάλωσης και επενδύσεων). Η αποτελεσματικότητα και η
επεκτατική τους επίδραση δεν επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον από την έως τώρα
δυναμική του ΑΕΠ. Η διαπίστωση αυτή δημιουργεί ζήτημα ρεαλιστικής ανάγνωσης
παραμετρικών μεταβολών στη συμπεριφορά των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων
εξαιτίας κυρίως των υψηλών υποχρεώσεών τους.
Τρίτον, οι εθνικές
εκλογές ανέδειξαν μια νέα αυτοδύναμη κυβέρνηση με έντονα φιλικό επιχειρηματικό
προσανατολισμό. Ο μετεκλογικός σχεδιασμός της οικονομικής πολιτικής
προσαρμόστηκε αμέσως στις βασικές παραδοχές του κυρίαρχου δόγματος οικονομικής
πολιτικής, με έμφαση στο επεκτατικό αποτέλεσμα της μείωσης των φόρων, των
ιδιωτικοποιήσεων και της περαιτέρω απορρύθμισης της αγοράς εργασίας. Η αλλαγή
του πολιτικού σκηνικού και οι φιλοεπενδυτικές αλλαγές στην οικονομική πολιτική
έχουν δημιουργήσει ισχυρές αναπτυξιακές προσδοκίες στην αγορά. Η πορεία και η
δυναμική της οικονομίας τους επόμενους μήνες, και κυρίως η επενδυτική
συμπεριφορά του εγχώριου επιχειρηματικού τομέα, θα αναδείξουν τον ρεαλισμό της
ασκούμενης οικονομικής πολιτικής.
Το νέο «μίγμα» της οικονομικής πολιτικής
Όπως επισημαίνει το
ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα κλίμα ιδιαίτερα υψηλών θετικών
προσδοκιών ως προς την προοπτική των επενδύσεων. Εκτιμά ότι το επιχειρηματικά
φιλικό πρόγραμμά της και η προσπάθεια ταχείας εφαρμογής του θα οδηγήσει σε
σημαντική αύξηση των επενδύσεων το β΄ εξάμηνο του 2019 και το 2020. Η
αισιοδοξία της στηρίζεται σε μια σειρά από υποθέσεις, όπως οι θετικές επιδράσεις
της μείωσης των φόρων και των εισφορών ιδίως προς τις επιχειρήσεις, της
επιτάχυνσης των αποσβέσεων, των χαμηλών αποτιμήσεων των εγχώριων περιουσιακών
στοιχείων, των κινήτρων στην οικοδομή και το real estate, της προώθησης των «εμβληματικών» επενδύσεων (Ελληνικό, Cosco, Eldorado Gold κ.ά.), της επίλυσης του προβλήματος των κόκκινων δανείων των συστημικών
τραπεζών, της προώθησης της ψηφιοποίησης στη δημόσια διοίκηση, των περαιτέρω
αποκρατικοποιήσεων («Ελευθέριος Βενιζέλος», ΕΛ.ΠΕ., ΔΕΗ, ΔΕΠΑ κ.ά.) και της
άρσης των capital controls.
Καθώς όλα τα
προαναφερόμενα είναι μετρήσιμα, η αξιολόγησή τους θα δημιουργεί οικονομικές και
πολιτικές εξελίξεις το επόμενο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Από τη
μεριά της και η ΤτΕ στη δική της ανάλυση τονίζει ότι, η νέα
κυβέρνηση είχε εξαγγείλει προεκλογικά και τώρα προχωρά στην εφαρμογή ενός
προγράμματος μεταρρυθμίσεων και οικονομικών πολιτικών φιλικών στο επιχειρείν,
με έμφαση στην προσέλκυση επενδύσεων, ιδίως ξένων άμεσων επενδύσεων, μέσω της
βελτίωσης του επενδυτικού κλίματος, της επιτάχυνσης των μεταρρυθμίσεων και
ιδιωτικοποιήσεων, της επανεκκίνησης μεγάλων επενδυτικών έργων, τη συνεργασία
δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) και της μείωσης της φορολογίας, με
παράλληλη τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των συμφωνημένων
δημοσιονομικών στόχων.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στις επενδύσεις, η αγορά κρίνει ως ιδιαίτερα θετικό το
αναπτυξιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης. Μάλιστα, ξεχωρίζουν τις ρυθμίσεις για την ευκολότερη εγκατάσταση των
επιχειρήσεων εντός σύγχρονων επιχειρηματικών πάρκων, την αποτύπωση της
επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ένα «Ενιαίο Ψηφιακό Χάρτη», το «Εθνικό Μητρώο
Υποδομών» με τον καθορισμό των «περιοχών υποδοχής» επενδύσεων, την απλούστευση
αδειοδότησης για έναρξη βιομηχανικής δραστηριότητας, το Εθνικό Πρόγραμμα
Ανασχεδιασμού και Απλούστευσης Διαδικασιών, τις απλοποιήσεις για τις δημόσιες
συμβάσεις, τον πενταετή σχεδιασμό του ΠΔΕ και την επιτάχυνση του έργου της
Δικαιοσύνης, οι οποίες αποτελούν πράγματι σημαντικές πρωτοβουλίες της
κυβέρνησης, που μειώνουν δραστικά χρόνο και χρήμα, τόσο για τις επιχειρήσεις,
όσο και για το κράτος.
Φιλοεπενδυτικό κλίμα
Με το αναπτυξιακό σχέδιο νόμου, που παρουσίασε η
κυβέρνηση, προβλέπεται μεγαλύτερη ευελιξία στις επενδύσεις που θεωρούνται
στρατηγικής σημασίας για να μπορέσουν να αδειοδοτηθούν. Οι παρεμβάσεις που
περιέχονται στο νομοσχέδιο επιτρέπουν τη διαμόρφωση γόνιμου εδάφους και φιλικού κλίματος για την προσέλκυση νέων επενδύσεων, αφήνοντας πίσω τα
εμπόδια του παρελθόντος. Είναι εξάλλου ενδεικτικό το γεγονός, ότι απλουστεύει
χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες γρήγορα, αλλά όχι πρόχειρα. Προβλέπει τον
ίδιο έλεγχο στοιχείων στο ΓΕ.ΜΗ. για όλους τους τύπους εταιρειών, την
επιτάχυνση της αξιολόγησης των επενδυτικών φακέλων σε 45 ημέρες, περιβαλλοντική
αδειοδότηση σε 30 ημέρες, την ευκολότερη εγκατάσταση των επιχειρήσεων εντός
σύγχρονων επιχειρηματικών πάρκων.
Τα πιστωτικά ιδρύματα και οι μεταρρυθμίσεις
Επιπλέον η κυβέρνηση
προσπαθεί να ενισχύσει το αναπτυξιακό «αποτύπωμα» και του κρατικού
προϋπολογισμού. Βέβαια, αυτό δεν είναι και τόσο εύκολο, με δεδομένο τους
απαιτητικούς δημοσιονομικούς στόχους που έχει δεσμευτεί η χώρα έναντι των
επίσημων πιστωτών της. Έτσι, στο Προσχέδιο του
Προϋπολογισμού για το 2020 προβλέπεται η επίτευξη του δημοσιονομικού στόχου
ενισχυμένης εποπτείας (πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ) τόσο για το 2019 όσο
και για το 2020. Παράλληλα προβλέπεται η υιοθέτηση ενός δημοσιονομικά ουδέτερου
αναπτυξιακού μίγματος πολιτικής με έμφαση στη μείωση των φορολογικών
συντελεστών, τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης με μέτρα προώθησης των
ηλεκτρονικών συναλλαγών και τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του κράτους.
Πιο συγκεκριμένα, στο προσχέδιο προβλέπεται το πρωτογενές πλεόνασμα, σε
όρους ενισχυμένης εποπτείας, να διαμορφωθεί σε 3,6% του ΑΕΠ το 2020 από 3,7% το
2019. Επιπλέον, έχουν αποφασισθεί φοροελαφρύνσεις (κυρίως η μείωση του
εταιρικού συντελεστή από 28% σε 24% και η εισαγωγή συντελεστή 9% στα εισοδήματα
μέχρι 10.000 ευρώ στα φυσικά πρόσωπα), καθώς και μέτρα αύξησης κοινωνικών
δαπανών συνολικού ύψους 1,2 δισ. ευρώ , που προτείνεται να υπερκαλυφθούν (αφήνοντας
και κάποιο απόθεμα ασφαλείας) με μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, όπως
προώθηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών και αύξηση της εισπραξιμότητας των εσόδων
από ακίνητη περιουσία, και εξορθολογισμό των δαπανών, περιλαμβανομένης της
μετατόπισης επενδυτικών δαπανών στα συγχρηματοδοτούμενα από την Ε.Ε. έργα.
Σε πραγματικούς
όρους...
Στο σενάριο του
προϋπολογισμού μετά τις παραπάνω παρεμβάσεις προβλέπεται θετική επίπτωση στο
ΑΕΠ (959 εκατ. ευρώ σε ονομαστικούς όρους) που με τη σειρά του οδηγεί σε αύξηση
των εσόδων – ιδιαίτερα μέσω της ιδιωτικής κατανάλωσης. Σε πραγματικούς όρους, ο
ρυθμός μεγέθυνσης του 2020 προβλέπεται διπλάσιος από εκείνον της Ευρωζώνης
(2,8% έναντι 1,4%) και αρκετά υψηλότερος από τις αντίστοιχες προβλέψεις της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ (2,2%). Η αύξηση αυτή οφείλεται, σύμφωνα με το
προσχέδιο, στη θετική επίδραση των επεκτατικών παρεμβάσεων. Σε κάθε περίπτωση, οι
δράσεις της κυβέρνησης κρίνονται προς τη σωστή κατεύθυνση.
Άλλωστε και η ΤτΕ έχει
τονίσει κατ’ επανάληψη την ανάγκη να απαλλαγεί το μίγμα της δημοσιονομικής
πολιτικής από την έμφαση στη φορολογία, ούτως ώστε να γίνει η δημοσιονομική
πολιτική φιλικότερη προς την ανάπτυξη και διατηρήσιμη. Σύμφωνα με την ΤτΕ, η
μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης του εισοδήματος από εργασία μπορεί να
αποφέρει σημαντικό μόνιμο όφελος για την οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, η
μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης της εργασίας μπορεί να γίνει
αυτοχρηματοδοτούμενη ακόμη και μεσοπρόθεσμα, εφόσον συνδυαστεί με
δημοσιονομικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που βελτιώνουν τη φορολογική
συμμόρφωση.
Σε ό,τι αφορά στο
τραπεζικό σύστημα, είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός, ότι οι καταθέσεις του
εγχώριου ιδιωτικού τομέα βρίσκονται σε ανοδική τροχιά, καταγράφοντας στο τέλος
Αυγούστου σωρευτική άνοδο περίπου 26 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το χαμηλό του
Ιουλίου του 2015. Επίσης, οι ελληνικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά την
πρόσβασή τους στη διατραπεζική αγορά και αυξήσει τη χρηματοδότησή τους από
άλλες πηγές (έκδοση χρεογράφων, πωλήσεις δανείων και τιτλοποιήσεις). Επιπλέον,
υπήρξε σημαντική αύξηση των διαθέσιμων αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων που
μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εξασφαλίσεις στις πράξεις νομισματικής πολιτικής
της ΕΚΤ μετά την αναβάθμιση των καλυμμένων ομολογιών έκδοσης των ελληνικών
τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα, ενώ οι αποτιμήσεις των τίτλων που διακρατούν
στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες παρουσίασαν αξιόλογη αύξηση.
Τα μη εξυπηρετούμενα
δάνεια
Ωστόσο, η αντιμετώπιση
του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που παραμένουν σε υψηλό επίπεδο
(43,6% του συνόλου των δανείων ή 75 δισ. ευρώ), είναι κρίσιμος παράγοντας για
την ευρωστία του τραπεζικού συστήματος και την ικανότητά του να χρηματοδοτεί
τις επενδύσεις και να στηρίζει την πραγματική οικονομία. Γιαυτό είναι σημαντικό
να εφαρμοστούν συστημικές λύσεις, που θα λειτουργούν συμπληρωματικά προς τις
προσπάθειες που καταβάλλουν οι ίδιες οι τράπεζες για την ταχεία βελτίωση της
ποιότητας του ενεργητικού τους. Στο πλαίσιο αυτό εγκρίθηκε σήμερα το σχέδιο
«Ηρακλής» από τη Διεύθυνση Ανταγωνισμού (DGComp) της Ευρωπαϊκής
Επιτροπής, που στηρίζεται στο Σχήμα Προστασίας Ενεργητικού (APS) μέσω
παροχής κρατικής εγγύησης ύψους 9 δισ. ευρώ, στο ασφαλέστερο (senior)
μερίδιο της τιτλοποίησης που θα πραγματοποιηθεί. Το σχήμα αυτό, που πρέπει να
εξειδικευθεί μέσω του εφαρμοστικού νόμου, είναι ένα σημαντικό βήμα προς την
ορθή κατεύθυνση αντιμετώπισης του προβλήματος.
Γενικότερα, η κυβέρνηση
ορθώς εστιάζει την πολιτική της στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, δεδομένου μάλιστα
ότι η κατάταξη της χώρας σε όλους ανεξαιρέτως τους διεθνείς δείκτες
διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας είναι πολύ χαμηλή, με τάσεις επιδείνωσης από το
2015 έως το 2018. Επιπλέον, η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων αποτελεί υποχρέωση
της Ελλάδος στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, καθώς και προϋπόθεση για την
ενεργοποίηση των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους. Η ενίσχυση της
αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής μέσω της εφαρμογής μεταρρυθμίσεων στις αγορές
αγαθών, υπηρεσιών και εργασίας, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και το
ξεπάγωμα μεγάλων επενδυτικών έργων, είναι βέβαιο ότι θα ενισχύσουν την
εμπιστοσύνη των αγορών στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά και τους
ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που παρατηρείται
επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στη διεθνή οικονομία.