Βασίλης Κορκίδης: «Η μεσαία τάξη στο επίκεντρο των προεκλογικών συζητήσεων»

Χαίρομαι που η μεσαία τάξη και οι μικρομεσαίοι της αγοράς είναι στο επίκεντρο
του ενδιαφέροντος των προεκλογικών πολιτικών συζητήσεων, αλλά θα χαρώ πολύ
περισσότερο, εάν παραμείνουν στο επίκεντρο της προσοχής των πολιτικών κομμάτων
μετεκλογικά και μόνιμα. Είναι άλλωστε γεγονός πως όλοι, μας θυμούνται
πριν τις εθνικές εκλογές και μας ξεχνούν αμέσως μετά. Ελπίζω το μήνυμα που
έστειλε η μεσαία τάξη να ελήφθη δυνατά και καθαρά, ένθεν κακείθεν, ώστε να μη
ξαναζήσουμε άλλη φορά, τέτοια εξαντλητική και εξοντωτική φοροεπιδρομή στο
μέλλον. Ως γνωστό, από το 52% του πληθυσμού που ήταν η μεσαία τάξη στην Ελλάδα
το 2008, έχει σήμερα μειωθεί στο 18%, που σημαίνει μόλις ένας στους πέντε
Έλληνες, παρέμεινε σε αυτή την εισοδηματική κατηγορία. Μάλιστα, με μεγάλη
καθυστέρηση, πολλοί τώρα ζητούν συγγνώμη που συρρίκνωσαν, τη
μεσαία τάξη στην Ελλάδα. Στη πραγματικότητα όμως, αυτό που συνέβη τη
περίοδο της κρίσης δεν ήταν μία απλή διόρθωση, αφού στους δύο μικρομεσαίους
Έλληνες, ο ένας πτώχευσε και ο άλλος φτώχυνε.
Σύμφωνα μάλιστα με την καθυστερημένη χρονικά, μελέτη της «εργαλειοθήκης»
του ΟΟΣΑ, με στοιχεία του 2016 έχουμε την εξής ενημέρωση. Ένα μονοπρόσωπο
νοικοκυριό στην Ινδία με ετήσιο εισόδημα 1.656 δολαρίων ΗΠΑ ανήκει στη μεσαία
τάξη. Το ίδιο και ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό με ετήσιο εισόδημα 70.620 δολαρίων
στο Λουξεμβούργο. Είναι τα δύο άκρα, στον προσδιορισμό της «μεσαίας
τάξης» στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Δυστυχώς, η Ελλάδα το 2015
βρισκόταν πιο κοντά στην Ινδία, ενώ το 2019 είναι πολύ μακριά από το
Λουξεμβούργο. Ακόμα χειρότερα 9 στα 10 νοικοκυριά της μεσαίας τάξης στην
Ελλάδα δηλώνουν δυσκολίες κάλυψης των βασικών τους αναγκών και σε ένα ποσοστό
της τάξης του 75% δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν απροσδόκητα έξοδα. Μετά την
εκδήλωση ενός πρωτόγνωρου κύματος αυξήσεων φόρων και εισφορών 3 δισ. ευρώ
ετησίως, σε ήδη συμπιεσμένα εισοδήματα στα χρόνια της κρίσης, στην
Ελλάδα ως «μεσαία τάξη» νοείται ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό με εισόδημα από
7.894 έως και 21.050 δολάρια, όπως προκύπτει από μελέτη του ΟΟΣΑ στην οποία
για λόγους συγκρισιμότητας τα εισοδήματα αποτυπώνονται σε δολάρια. Το γενικό
συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι η μεσαία τάξη στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια
έχει συρρικνωθεί δραστικά και σε σύνολο 39 χωρών το εισοδηματικό εύρος της
είναι στην 9η θέση από το τέλος. Σε καλύτερη θέση της κατάταξης βρίσκονται οι
χώρες οι οποίες επίσης πέρασαν από τη δοκιμασία των Μνημονίων, όπως η
Πορτογαλία και η Ισπανία, με υψηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια από 9.854 έως και
34.428 δολάρια. Καθώς το κόστος διαβίωσης αυξάνεται ταχύτερα από το διαθέσιμο εισόδημα,
το γενικό συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των
νοικοκυριών της μεσαίας τάξης «δύσκολα τα φέρνουν βόλτα» αντιμετωπίζοντας
το μεγάλο πρόβλημα των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Σύμφωνα με τη μελέτη, περίπου 4
στα 10 νοικοκυριά της μεσαίας τάξης σε 18 ευρωπαϊκές χώρες είναι οικονομικά
«ευάλωτα», καθώς είναι αμφίβολο εάν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε απροσδόκητα
έξοδα ή σε μία απότομη μείωση των εισοδημάτων τους. Τα ποσοστά αυτά ποικίλλουν
ανάμεσα στις διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, εκκινώντας από 12% στη Νορβηγία, με την
Ελλάδα να έχει μία ακόμα αρνητική πρωτιά. Το 70% των νοικοκυριών της ελληνικής
μεσαίας τάξης δεν μπορεί να καλύψει απροσδόκητα έξοδα με μεγάλο ποσοστό
κινδύνου. Σε 24 ευρωπαϊκές χώρες με διαθέσιμα στοιχεία, το 47% με μεσαία
εισοδήματα, κατά μέσο όρο ένα στα δύο νοικοκυριά ανέφεραν δυσκολίες στην κάλυψη
των αναγκών τους. Η Ελλάδα όμως αγγίζει σχεδόν το απόλυτο, αφού ο «μέσος» Έλληνας
όπως προκύπτει σε ποσοστό 95% αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη των αναγκών
του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στη Νορβηγία και τη Σουηδία είναι 10% και μόνο
στην Ουγγαρία, Λετονία και Βουλγαρία υπερβαίνει το 70%.
Οι πληγές και οι απώλειες της μεσαίας τάξης τη τελευταία τετραετία ήταν
πολλές και μεγάλες από την υπερφορολόγηση φυσικών και νομικών προσώπων, από την
αύξηση του κόστους διαβίωσης, λόγω των έμμεσων φόρων, από τη μείωση του
εισοδήματος και των μισθών κατά τουλάχιστον 10%, την εκτίναξη των επιβαρύνσεων
στους αυτοαπασχολούμενους κατά 50%, τη διατήρηση της επιβάρυνσης του ΕΝΦΙΑ και
την εξαίρεση, λόγω αυστηρών κριτηρίων, από τις ευνοϊκές ρυθμίσεις. Τέλος, θα
πρέπει να επισημάνω ότι διανύουμε μία σπάνια περίοδο, όπου ο πολιτικός χρόνος
συμβαδίζει, για να μην πω ταυτίζεται, με τον πραγματικό χρόνο της οικονομίας,
αφού με τις πρόωρες εκλογές, τόσο η οικονομία, όσο και η πολιτική του
τόπου, δείχνουν να μην έχουν καιρό για χάσιμο. Προς όφελος λοιπόν
όλων, θα πρέπει να ανατάξουμε και να ξαναχτίσουμε σε στερεές βάσεις τον μεσαίο
οικονομικό χώρο, ώστε να δοθεί η δυνατότητα σε κάθε Έλληνα να ζήσει, να
εργαστεί και να προοδεύσει στη Χώρα του.