Κωνσταντίνος Μίχαλος: Ένα σημαντικό εργαλείο ανάπτυξης

Τις μέρες αυτές συζητείται στη Διαρκή Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής το σχέδιο νόμου για τη σύμβαση παραχώρησης του νέου αεροδρομίου στο Καστέλι Ηρακλείου, στην Κρήτη. Σύμφωνα με την έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, που συνοδεύει το προς ψήφιση σχέδιο νόμου, τα έσοδα για το Δημόσιο από την 35ετή περίοδο παραχώρησης, μέσω μερισμάτων και διανομών, φόρου εισοδήματος επί των κερδών της εταιρείας κ.τ.λ., υπολογίζονται σε 2,6 δισ. ευρώ. Το συνολικό ύψος της επένδυσης τοποθετείται σε 1,5 δισ. ευρώ, ενώ το νέο αεροδρόμιο που θα κατασκευαστεί θα εξυπηρετεί όλους τους υφιστάμενους τύπους αεροσκαφών και περίπου 9 εκατ. επιβάτες σε βάθος πενταετίας. Το έργο αναμένεται, επίσης, να δημιουργήσει περισσότερες από 7.500 νέες θέσεις εργασίας κατά την περίοδο κατασκευής και περισσότερες από 1.500 θέσεις εργασίας κατά την περίοδο λειτουργίας.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν ακόμη μία επιβεβαίωση της σημαντικής προστιθέμενης αξίας που μπορεί να δημιουργηθεί για την οικονομία, μέσα από την εφαρμογή ενός σύγχρονου μοντέλου στρατηγικής συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Στον τομέα των μεταφορών, υπάρχει ήδη το επιτυχημένο παράδειγμα του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, που σήμερα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κόμβους δημιουργίας προστιθέμενης αξίας για τον τουρισμό. Το επενδυτικό πρόγραμμα της εταιρείας για τα επόμενα χρόνια αγγίζει τα 3 δισ. ευρώ, ενώ το όφελος για το Δημόσιο στο σύνολο της περιόδου παραχώρησης εκτιμάται στα 6 δισ. ευρώ. Στα 400 εκατ. ευρώ ανέρχεται το ύψος των εν εξελίξει επενδύσεων στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια που έχουν παραχωρηθεί από τον Απρίλιο του 2017, ενώ με την ολοκλήρωσή τους θα ενεργοποιηθεί η παραχώρηση ποσοστού 28,5% των λειτουργικών κερδών της εταιρείας στο Δημόσιο. Στο λιμάνι του Πειραιά ξεκινά από τον ΟΛΠ επενδυτικό πλάνο ύψους άνω των 600 εκατ. ευρώ και περίπου 300 εκατ. ευρώ θα επενδυθούν από τον ΟΛΘ στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, με το Δημόσιο να αντλεί οφέλη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ από τις αντίστοιχες συμφωνίες πώλησης. Στον τουρισμό, αναμένονται συνολικές επενδύσεις ύψους άνω των 200 εκατ. ευρώ στο συγκρότημα του Αστέρα Βουλιαγμένης μέχρι το 2020, ενώ τα 200 εκατ. ευρώ εκτιμάται πως θα υπερβεί και η επένδυση στην Αφάντου της Ρόδου, που μετά από χρόνια εμπλοκών και καθυστερήσεων μπήκε σε τροχιά υλοποίησης.
Όλα αυτά τα στοιχεία δείχνουν ότι οι αποκρατικοποιήσεις και η αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας –με το κράτος να διατηρεί συμμετοχή– αποτελούν κρίσιμης σημασίας εργαλείο για την επανεκκίνηση και την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ευκαιρίες για την περαιτέρω αξιοποίηση αυτού του εργαλείου υπάρχουν κατ’ εξοχήν στον τομέα του τουρισμού, με στρατηγικές επενδύσεις για την αναβάθμιση τουριστικών λιμένων και η δημιουργία νέων δομών, όπως μαρίνες, λιμάνια κρουαζιέρας κ.τ.λ., για την ανάπλαση και αξιοποίηση του παραλιακού μετώπου της Αθήνας, αλλά και για την ανάπτυξη του ιατρικού τουρισμού, μέσα από τη δημιουργία κατάλληλων δομών για την εξυπηρέτηση των ιατρικών τουριστών. Σημαντικές προοπτικές, όμως, υπάρχουν και σε άλλους τομείς, όπως η ενέργεια, η εφοδιαστική αλυσίδα κ.ά.
Το θετικό σε αυτή την προσπάθεια, είναι ότι η Ελλάδα διαθέτει ήδη ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση έργων ΣΔΙΤ. Η χώρα, όμως, εξακολουθεί να διαθέτει ένα γραφειοκρατικό και δαιδαλώδες πλαίσιο για τις αποκρατικοποιήσεις, με μια ατελείωτη σειρά διαδικασιών και εγκρίσεων, οι οποίες περιπλέκονται ακόμη περισσότερο με τις συνήθεις διαφωνίες, προσφυγές κ.τ.λ. Χαρακτηριστικό, αλλά δυστυχώς όχι μοναδικό, παράδειγμα αποτελεί η «πολύπαθη» επένδυση στο Ελληνικό, η οποία σύμφωνα με το ΙΟΒΕ μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 5,4 δισ. τα επόμενα 22 έτη.
Στη βάση του διοικητικού αυτού λαβυρίνθου είναι μια στρεβλή αντίληψη, η οποία θεωρεί την ιδιωτική πρωτοβουλία ως εκ φύσεως εχθρική προς την κοινωνία και το συλλογικό συμφέρον. Μια αντίληψη που οδηγεί στην απαξίωση σημαντικών περιουσιακών στοιχείων της χώρας, στο όνομα της προστασίας του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά συχνά και τοπικών, επαγγελματικών ή συντεχνιακών μικροσυμφερόντων,
Προϋπόθεση, επομένως, για να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά το εργαλείο των αποκρατικοποιήσεων και των συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα είναι η απλοποίηση των διαδικασιών, καθώς και η αντιμετώπιση των εμποδίων που παρουσιάζει το ευρύτερο επενδυτικό περιβάλλον της χώρας, όπως είναι η υψηλή φορολογία, το πολύπλοκο και συχνά μεταβαλλόμενο θεσμικό περιβάλλον, οι ελλείψεις και ασάφειες στη νομοθεσία, η γραφειοκρατία, οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης. Κυρίως, όμως, είναι η απομάκρυνση από τη λογική ότι κάθε αποκρατικοποίηση ισοδυναμεί με «ξεπούλημα». Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο ξεπούλημα, από το να αφήνουμε υποδομές που οι πολίτες έχουν πληρώσει με τους φόρους τους να ρημάζουν. Είναι το να στερούμε από τις τοπικές κοινωνίες έσοδα, ευκαιρίες και θέσεις εργασίας, αντί να αξιοποιούμε τα πλεονεκτήματα και τις δυνατότητές τους.
Αν θέλουμε δυναμική και διατηρήσιμη ανάπτυξη στα επόμενα χρόνια πρέπει επιταχύνουμε το πρόγραμμα των αποκρατικοποιήσεων και να επενδύσουμε περαιτέρω στις στρατηγικές συνεργασίες δημοσίου και ιδιωτικού τομέα. Με ξεκάθαρους κανόνες, με διαφανείς διαδικασίες, με ένα σταθερό και ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον, αλλά και με νέα αντίληψη για το ρόλο του ιδιωτικού τομέα στις σύγχρονες οικονομίες.