Eurobank: Τα 10 μεγάλα λάθη που έγιναν στην Ελλάδα της κρίσης

Με τίτλο «Διδάγματα από την ελληνική κρίση» η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξέδωσε σήμερα το πρώτο τεύχος της Επιθεώρησης Οικονομία & Αγορές για το 2019. Η έκδοση φιλοξενεί μελέτη για τα «διδάγματα» που πρέπει να λάβει η Ελλάδα από την κρίση. Η Eurobank στοιχειοθετεί τα 10 λάθη που αύξησαν αχρείαστα το κόστος και τη διάρκεια της προσαρμογής, αλλά και τα 11 βασικά εμπόδια και καθυστερήσεις στις μεταρρυθμίσεις εξακολουθούν να λειτουργούν ανασταλτικά και να υπονομεύουν την επίτευξη ταχύτερης και διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης. Συγγραφείς της μελέτης είναι ο κ. Νικόλαος Καραμούζης, πρόεδρος Δ.Σ. της Eurobank και της ΕΕΤ, και ο δρ Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank και πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου της ΕΕΤ. Η μελέτη υποστηρίζει ότι το κόστος και η διάρκεια της προσαρμογής μεγεθυνθήκαν αχρείαστα λόγω δέκα μεγάλων λαθών πολιτικής και σοβαρών παρανοήσεων που έγιναν, είτε από την Ελλάδα, είτε από τους επίσημους πιστωτές:
- Η απουσία πειστικής δέσμευσης μέρους της πολιτικής ηγεσίας στο να γίνει «οτιδήποτε απαιτείται» για να αντιμετωπιστούν τα συσσωρευόμενα προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με τον χαμηλό βαθμό πολιτικής και κοινωνικής κυριότητας των αναγκαίων και μεγάλων μεταρρυθμίσεων και ενίοτε την αντίσταση σε αυτές, χωρίς όμως ένα συγκροτημένο εναλλακτικό σχέδιο αποκατάστασης της κανονικότητας στη χώρα. Η εφαρμογή των προγραμμάτων προσαρμογής ήταν ενίοτε διστακτική ενώ το πρώτο εξάμηνο του 2015 έγινε η επιλογή της ανοιχτής σύγκρουσης με τεράστιο κόστος. Συχνά, ο πολιτικός διάλογος εκτρεπόταν σε διαγκωνισμό για βραχυχρόνιο πολιτικό κέρδος με όχημα λαϊκιστικές και αντι-μεταρρυθμιστικές πολιτικές. Οι πολίτες οδηγήθηκαν να πιστέψουν ότι υπήρχε διαθέσιμη κάποια ηπιότερη εναλλακτική, με μικρότερο κοινωνικό και οικονομικό κόστος. Αυτά τα φαινόμενα οδήγησαν σε σοβαρές καθυστερήσεις και υπαναχωρήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των απαιτούμενων μέτρων και υπονόμευσαν την εμπιστοσύνη των πολιτών και των αγορών στο πρόγραμμα.
- Η Ευρώπη ήταν απροετοίμαστη για την αντιμετώπιση τραπεζικών και δημοσιοοικονομικών κρίσεων καθώς δεν διέθετε το θεσμικό και νομικό πλαίσιο, τους μηχανισμούς και την εμπειρία για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους.
- Τα οικονομικά υποδείγματα και οι υποθέσεις που εφαρμόστηκαν από τους επίσημους πιστωτές είχαν σε κάποιες περιπτώσεις θεμελιώδη ελαττώματα: χρησιμοποιήθηκαν χαμηλοί δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές και δεν συνυπολογίστηκε η επίδραση της απώλειας εμπιστοσύνης και των καθυστερήσεων, με αποτέλεσμα να υποτιμηθεί η υφεσιακή επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το δε μείγμα των μέτρων που επιλέχτηκε διεύρυνε περαιτέρω την υφεσιακή επίδραση. Επιπλέον, υποτιμήθηκε ο πολιτικός κίνδυνος. Δεν εκτιμήθηκε η σημασία της πολιτικής σταθερότητας, της αποτελεσματικότητας και ανεξαρτησίας των θεσμών και της ξεκάθαρης κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής στην επενδυτική εμπιστοσύνη και τα risk premia. Τέλος, ο κακός συντονισμός, οι εντάσεις και οι διαφωνίες μεταξύ των θεσμών των δανειστών καθυστέρησαν τη λήψη αποφάσεων σχετικά με βασικές πρωτοβουλίες πολιτικής ή οδήγησαν σε αναποτελεσματικούς συμβιβασμούς.
- Η ελληνική κυβέρνηση το 2015, αλλά και οι πιστωτές σε άλλες περιπτώσεις, κατέφυγαν σε ανταλλαγή απειλών (chicken game) για ένα πιθανό Grexit, αγνοώντας τις αρνητικές επιπτώσεις αυτής της αδιέξοδης στρατηγικής, με αποτέλεσμα η χώρα πράγματι να πλησιάσει δύο φορές σε μια καταστροφική έξοδο από την ευρωζώνη, ενδεχόμενο που ιδίως το 2015 απεφεύχθη την ύστατη ώρα. Eνώ το 2014 άρχισε με τους οικονομικούς δείκτες να καταγράφουν πρόοδο, η προοπτική των επερχόμενων εκλογών αύξησε τους κινδύνους και την αβεβαιότητα στις αγορές προς το τέλος του έτους. Η συγκρουσιακή προσέγγιση της κυβέρνησης το 2015 (στην οποία οι δανειστές απάντησαν με άκαμπτη στάση) οδήγησε σε πλήρη αποκλεισμό της χώρας από τις αγορές και τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, κατάφερε ισχυρό πλήγμα στην εμπιστοσύνη των καταθετών, των επενδυτών και την τραπεζική σταθερότητα, οδηγώντας τελικά σε bank run, επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων και συνεισέφερε στην επιστροφή της χώρας σε ύφεση το 2015 και την επιδείνωση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους. Αντίθετα, η συνεργατική λύση της συμφωνίας του Αυγούστου του 2015 (με τη συμφωνία των περισσότερων κομμάτων) επανέφερε τη χώρα σε σταθεροποιητική πορεία.
- Τα προγράμματα προσαρμογής δεν επικεντρώθηκαν αρχικά στην ανάγκη εμπροσθοβαρών φιλοαναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής και την εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης και των δαπανών, την απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης καθυστέρησαν, γεγονός που επιδείνωσε το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής, κυρίως λόγω του ότι η δημοσιονομική προσαρμογή στηρίχθηκε στην υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση και την οριζόντια μείωση μισθών και συντάξεων. Επιπλέον, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ξεκίνησε με μεγάλη καθυστέρηση και τα αποτελέσματά του ακόμη είναι περιορισμένα.
- Η δημοσιονομική κρίση και οι ανισορροπίες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών επετράπη να διαχυθούν στον τραπεζικό τομέα και να επιμολύνουν την εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, μετατρέποντάς τους σε μεγάλους επιταχυντές της κρίσης.
- Το μη βιώσιμο δημόσιο χρέος της Ελλάδας δεν αναδιαρθρώθηκε στα πρώτα στάδια της κρίσης, μια πρωτοβουλία που θα μπορούσε να είχε συγκρατήσει τη δυναμική του χρέους, χαλαρώνοντας έτσι το βάρος των μέτρων λιτότητας. Αυτό έγινε, όχι μόνο από τον φόβο του ηθικού κινδύνου (moral hazard), αλλά και για την προστασία των ευρωπαϊκών τραπεζών οι οποίες είχαν σημαντική έκθεση σε ελληνικό πιστωτικό κίνδυνο, και την προστασία της υπόλοιπης Ευρωζώνης από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης.
- Ο μηχανισμός μετάδοσης της χαλαρής νομισματικής πολιτικής δεν λειτούργησε για την περιφέρεια του ευρώ και ιδιαίτερα για την Ελλάδα (λόγω των άκαμπτων κανόνων αλλά με ευθύνη και της ίδιας της Ελλάδας η οποία δεν κατάφερε να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ). Επικράτησαν περιοριστικές συνθήκες ρευστότητας και πολύ υψηλά επιτόκια, σε αντίθεση με τις πολύ ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη. Ως αποτέλεσμα, η νομισματική πολιτική, αντί να μετριάζει, μεγέθυνε τις επιπτώσεις των αναγκαίων μέτρων λιτότητας.
- Τα προγράμματα προσαρμογής δεν μπόρεσαν να υπολογίσουν σωστά την αρνητική επίδραση από τη σοβαρή απομείωση του πλούτου των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων (negative wealth effect) που προέκυψε από την πτώση των τιμών των ακινήτων, των μετοχών, των ομολόγων και των παραγωγικών συντελεστών και την επακόλουθη επίπτωση αυτής στις προσδοκίες και την οικονομική εμπιστοσύνη.
- Οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της κρίσης στο δυνητικό ΑΕΠ υποεκτιμήθηκαν. Το υπόδειγμα ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας προ κρίσεως ήταν μη βιώσιμο και εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών θα αρκούσε για την αντιστροφή της υφεσιακής επίπτωσης της προσαρμογής. Ωστόσο, τα λάθη στο σχεδιασμό των προγραμμάτων και η κρίση εμπιστοσύνης οδήγησαν σε επιμήκυνση της κρίσης και μια πιο μακροχρόνια απαξίωση του κεφαλαιουχικού αποθέματος της ελληνικής οικονομίας, σημαντική μείωση του εργατικού δυναμικού (εν μέρει εξαιτίας της αύξησης της μετανάστευσης νέων Ελλήνων κι επαγγελματιών στο εξωτερικό) και μείωση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών. Αυτές οι τάσεις υπονομεύουν καθοριστικά τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης της χώρας.
Η μελέτη εντοπίζει 11 βασικές προκλήσεις οι οποίες, αν αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, δημιουργίας θέσεων εργασίας και ευημερίας:
• Οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν πολύ χαμηλές, κοντά στο 1/3 των προ κρίσης επιπέδων, χωρίς να έχει υπάρξει μέχρι στιγμής σημαντική ανάκαμψή τους.
• Η ανεργία εξακολουθεί να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (18% τον Δεκέμβριο του 2018) –η υψηλότερη στην Ευρωζώνη– και σε μεγάλο βαθμό διαρθρωτικού χαρακτήρα (νέοι, γυναίκες και εργαζόμενοι στους φθίνοντες τομείς επλήγησαν περισσότερο).
• Οι εξαιρετικά υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη, «σκοτώνουν» την οικονομία και τα κίνητρα για επενδύσεις, εργασία και παραγωγή.
• Οι υψηλοί στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα (3,5% του ΑΕΠ) λειτουργούν έντονα ανασταλτικά στην οικονομική ανάπτυξη.
• Τα πρωτοφανή επίπεδα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (€81δις σήμερα) στον τραπεζικό τομέα συνιστούν ακόμη ένα σημαντικό εμπόδιο. Οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές σχετικά με την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών και την ικανότητά τους να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους.
• Η ποιότητα των δημοσίων υπηρεσιών παραμένει χαμηλή, η κοινωνική πολιτική είναι αναποτελεσματική και η ικανότητα του δημόσιου τομέα να διευκολύνει τις ξένες και εγχώριες επενδύσεις ασθενής. Απαιτείται περαιτέρω εξορθολογισμός και μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.
• Η υλοποίηση βασικών μεταρρυθμίσεων για τη δημιουργία φιλικότερου επιχειρηματικού περιβάλλοντος, του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και της εμπορικής εκμετάλλευσης της τεράστιας δημόσιας περιουσίας, καθυστερούν ή διατρέχουν τον κίνδυνο ακύρωσης/ανατροπής. Επιπλέον, απαιτείται επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.
• Τα περιθώρια (spreads) των ελληνικών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων γερμανικών και το κόστος δανεισμού επιχειρήσεων και νοικοκυριών εξακολουθούν να είναι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη. Αυτό αντανακλά όχι μόνο τις καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αλλά και τις ανησυχίες των αγορών σχετικά με την αξιοπιστία της οικονομικής πολιτικής, την πολιτική σταθερότητα και τη δέσμευση του πολιτικού συστήματος για την τήρηση συνετών δημοσιονομικών πολιτικών, μακροοικονομικής σταθερότητας και ανταγωνιστικότητας, καθώς και την αποτυχία ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ από το 2015 και μετά.
• Το ΑΕΠ εξακολουθεί να βασίζεται υπερβολικά στην ιδιωτική κατανάλωση (μερίδιο 68%), η οποία με τη σειρά της διατηρείται στα τρέχοντα επίπεδά της μέσω της αρνητικής αποταμίευσης των νοικοκυριών, ενώ η βελτίωση των εισοδημάτων και της παραγωγικότητας υστερεί • αυτή η κατάσταση είναι μη βιώσιμη.
• Οι έλεγχοι στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων παραμένουν σε ισχύ όσον αφορά τις μεγάλες διεθνείς συναλλαγές, παρά τη σταδιακή άρση αρκετών περιορισμών.
• Η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξακολουθεί να είναι ευάλωτη στις μακροοικονομικές συνθήκες.
Υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις
Παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να λείπουν σημαντικά τμήματα για την ολοκλήρωση της νομισματικής και οικονομικής ένωσης: απουσιάζει ένας μόνιμος μηχανισμός δημοσιονομικών μεταβιβάσεων, το SRF δεν θα είναι πλήρως χρηματοδοτημένο πριν από το 2023, η μετατροπή του ESM σε ένα Ευρωπαϊκό ΔΝΤ (αρμοδιότητες και εργαλεία για τη διάσωση τόσο κρατών-μελών, όσο και αφερέγγυων τραπεζικών ιδρυμάτων) είναι ακόμα υπό συζήτηση. Το σημαντικότερο, η κοινή εγγύηση των καταθέσεων δεν θα είναι πλήρως χρηματοδοτημένη από το ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων (EDIS) πριν από το 2024. Επίσης, ενώ η Ε.Ε. είναι τώρα καλύτερα εξοπλισμένη να αντιμετωπίσει κρίσεις σε κράτη -μέλη με μικρότερες οικονομίες, η ετοιμότητά της να αντιμετωπίσει μια κρίση σε μια μεγάλη οικονομία όπως η Ιταλία παραμένει αμφίβολη και οι αγορές είναι επιφυλακτικές. Η Ελλάδα έχει εξέλθει από το τελευταίο πρόγραμμα διάσωσης, αλλά δεν έχει αφήσει πίσω της όλα τα προβλήματα που παραμένουν από την κρίση. Απαιτείται αποφασιστική και έγκαιρη ανάληψη πρωτοβουλιών, ειδάλλως η χώρα κινδυνεύει να περιέλθει σε μονιμότερη οικονομική στασιμότητα. Ωστόσο, οι αγορές παραμένουν επιφυλακτικές για το κατά πόσον στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί μια πολιτική και κοινωνική συναίνεση γύρω από μία νέα ατζέντα μεταρρυθμίσεων με αναπτυξιακό πρόσημο. Δεν είναι σίγουροι ότι η Ελλάδα έχει εγκαταλείψει τις πρακτικές του λαϊκισμού, του νεποτισμού, του κρατικά κατευθυνόμενου καπιταλισμού ή της ιδεολογικής αντίστασης σε μια οικονομία προσανατολισμένη στις αγορές. Οι αμφιβολίες αυτές αντανακλώνται στα υψηλά ασφάλιστρα κινδύνου (risk premia) που πληρώνει η χώρα σήμερα για να δανειστεί διεθνώς. Ο λαϊκισμός, παρουσιάζοντας μια ειδυλλιακή πορεία χωρίς «πόνο και αίμα» προς ένα αίσιο μέλλον, προκαλεί καθυστέρηση στην υιοθέτηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ενισχύει την αντίσταση ομάδων πίεσης που ευνοούνται από τις κλειστές αγορές και την αδιαφάνεια στον δημόσιο τομέα και μεγεθύνει το οικονομικό και κοινωνικό κόστος της προσαρμογής. Αντίθετα, η ισχυρή πολιτική κυριότητα της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, η εμπροσθοβαρής εφαρμογή, η σφυρηλάτηση μιας ευρείας κοινωνικής και πολιτικής συναίνεσης, η εκπαίδευση του κοινού σχετικά με τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις και η δημιουργία συμμαχιών όσων επωφελούνται από αυτές –και είναι πολλοί– είναι τα κλειδιά για την επανεκκίνηση της οικονομίας, την ενίσχυση της πρόσβασης στις αγορές και της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα και την εδραίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής. Η αξιοποίηση των διδαγμάτων που αντλήθηκαν από την κρίση είναι κρίσιμης σημασίας για τη διαμόρφωση της οικονομικής πολιτικής και ως εκ τούτου για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας εντός της Ευρωζώνης. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής, τόσο εντός της Ελλάδας όσο και στην Ευρώπη, πρέπει να είναι σε επαγρύπνηση. Τα λάθη που οδήγησαν στην κρίση και που παρεμπόδισαν την αποτελεσματική διαχείρισή της δεν πρέπει να επαναληφθούν ειδάλλως η Ελλάδα κινδυνεύει να βρεθεί και πάλι στην ίδια –ή και χειρότερη– θέση στο μέλλον.