Κωνσταντίνος Μίχαλος: Θεραπεύοντας τον μεγάλο ασθενή

Τα προβλήματα και οι αδυναμίες του δημόσιου τομέα θεωρήθηκαν –και δικαίως– ως σημαντικοί παράγοντες για τη δημοσιονομική κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Κανείς δεν εξεπλάγη με αυτή τη διαπίστωση. Εδώ και δεκαετίες επιστήμονες, πολιτικοί και βεβαίως οι πολίτες επισήμαιναν τα προβλήματα στη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του κράτους. Ο δημόσιος τομέας ήταν ο «μεγάλος ασθενής» και το γνωρίζαμε από παλιά.
Το ζήτημα της διοικητικής μεταρρύθμισης βρισκόταν διαρκώς στις προγραμματικές ατζέντες των κομμάτων. Κανείς δεν διαφωνούσε ως προς την ανάγκη αλλαγών. Οι προϋποθέσεις για να προχωρήσουν αυτές οι αλλαγές, υπήρχαν. Παρ’ όλα αυτά και με ελάχιστες εξαιρέσεις στην πράξη δεν υπήρξαν ουσιαστικές τομές. Συνεχίσαμε να έχουμε μια δημόσια διοίκηση που χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό, επικαλύψεις και αντιφάσεις, σπατάλη πόρων, αναποτελεσματικότητα, κακή ποιότητα υπηρεσιών.
Χρειάστηκε να έρθει η κρίση και τα μνημόνια, για να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να είχαν γίνει πολλά χρόνια πριν, έχοντας πλέον συνδεθεί με την εκταμίευση δανειακών δόσεων. Στο πλαίσιο αυτό υπήρξε πράγματι ένα πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, που όμως στην πλειοψηφία τους ήταν απροετοίμαστες, χωρίς επαρκή μελέτη και τεκμηρίωση. Αυτό που λειτούργησε αρνητικά με τα μνημόνια ήταν ένα μείγμα μη ρεαλιστικών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, διοικητικών και τεχνικών δυσκολιών, αλλά και αντίστασης στις αλλαγές.
Σίγουρα μέσα από τις μεταρρυθμίσεις της κρίσης επήλθε εξορθολογισμός των διοικητικών εργαλείων σε μια σειρά από πεδία, αυτός ωστόσο αποτελεί μόνο την αφετηρία για τη μετάβαση σε ευρύτερες και βαθύτερες αλλαγές. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να ξεκινούν από τον τρόπο λήψης αποφάσεων του κράτους, με την εφαρμογή αποτελεσματικών διαδικασιών διαβούλευσης, αλλά και αξιολόγησης συνεπειών κάθε σχεδιαζόμενης ρύθμισης, με ανάλυση κόστους - οφέλους, με συγκεκριμένους μηχανισμούς λογοδοσίας, με συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα εφαρμογής. Θα πρέπει επίσης να στοχεύουν στην αναβάθμιση του θεσμικού και ρυθμιστικού πλαισίου, με αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας, με ουσιαστικό νομοθετικό προγραμματισμό, μείωση του ρυθμιστικού όγκου και εξορθολογισμό όσον αφορά τη δυνατότητα προσθηκών και τροπολογιών.
Είναι επίσης απαραίτητη η ριζική αναβάθμιση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, με επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού και ενίσχυση των μέσων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με νέα σύγχρονα οργανογράμματα και με ορθολογικές πολιτικές για τη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού: σύστημα ουσιαστικής αξιολόγησης και προαγωγών με βάση ποιοτικούς και ποσοτικούς στόχους απόδοσης, δημιουργία μηχανισμού εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης, στελέχωση θέσεων γενικών γραμματέων, διευθυντών και προϊσταμένων με ανοιχτή διαδικασία, στην οποία θα μπορούν να συμμετέχουν και στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Αυτό που έχει ανάγκη η χώρα –και ζητά η αγορά εδώ και πολλά χρόνια– είναι ένα κράτος το οποίο θα υπηρετεί τον πολίτη και την επιχείρηση και όχι το αντίστροφο. Ένα κράτος που θα λαμβάνει ορθολογικά αποφάσεις και θα τις εφαρμόζει με πειθαρχία και αποτελεσματικότητα.
Για να φθάσουμε σε αυτό τον στόχο απαιτείται πολιτική βούληση, αλλά κυρίως συναίνεση και συνέχεια. Η διαμόρφωση ενός αποτελεσματικότερου κράτους, αλλά και μιας νέας σχέσης εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες είναι μια πρόκληση που αφορά το παρόν και το μέλλον της χώρας.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, πρόεδρος ΕΒΕΑ