Οι τράπεζες, το δάσος και οι λύκοι

14/10/2018, 23:39
1

Η ανθεκτικότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος δεν έχει ακόμη τεσταριστεί, μία δεκαετία μετά την κρίση που ξέσπασε με την κατάρρευση της Lehman Brothers. Αυτό είναι το κεντρικό συμπέρασμα της έκθεσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Παγκόσμια Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (Οκτώβριος 2018) με τίτλο: «Μία δεκαετία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση: Είμαστε πιο ασφαλείς;» Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα θα μπορούσαν να ανακύψουν απότομα στο προσεχές μέλλον, εκτιμά το ΔΝΤ, καθώς περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων ή μία ξαφνική αλλαγή σε επίπεδο αντίληψης ρίσκου λόγω γεωπολιτικών κινδύνων ή πολιτικών αβεβαιοτήτων στις μεγαλύτερες οικονομίες, θα οδηγούσε σε απότομο «σφίξιμο» των χρηματοπιστωτικών συνθηκών διεθνώς.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ οι βασικοί κίνδυνοι προκύπτουν από την εντεινόμενη ανησυχία για την ανθεκτικότητα και την πολιτική αξιοπιστία στις χώρες των αναδυόμενων αγορών, οι οποίες αντιμέτωπες με «μετωπικούς ανέμους» θα μπορούσαν να σημειώσουν περαιτέρω εκροές κεφαλαίων και πιθανώς μεγαλύτερη αποφυγή κινδύνου διεθνώς. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να στείλει «κύματα σοκ» ευρύτερα στις αγορές με στοιχεία αυξημένου κινδύνου στο ενεργητικό τους. Στο σενάριο αυτό, χώρες με υψηλό εξωτερικό χρέος, σημαντικές ανάγκες σε χρηματοδότηση ή τακτική αναχρηματοδότηση, μικρά περιθώρια άσκησης πολιτικής και αδύναμα buffers θα ήταν ιδιαίτερα ευάλωτες, σημειώνει το ΔΝΤ. Όπως επισημαίνει στην έκθεση, αύξηση της αβεβαιότητας σε πολιτικό επίπεδο ή σε επίπεδο χειρισμών πολιτικής θα επηρέαζε δυσμενώς την εμπιστοσύνη στη χρηματοπιστωτική αγορά. Για παράδειγμα –αναφέρεται στην Έκθεση– αβεβαιότητα για δημοσιονομικές πολιτικές σε ορισμένες χώρες της Ευρωζώνης με υψηλό χρέος, θα κατέστρεφε την εμπιστοσύνη στις χρηματοπιστωτικές αγορές, την ώρα που εγείρονται κίνδυνοι και από την αυξανόμενη ανησυχία για κατάρρευση των διαπραγματεύσεων για το Brexit.

Συνθήκες χρηματοδότησης
Το ΔΝΤ βλέπει κινδύνους και από μία ταχύτερη της αναμενόμενης ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε απότομο περιορισμό των συνθηκών χρηματοδότησης διεθνώς. Οι αναδυόμενες αγορές, εκτιμά το ΔΝΤ, θα παραμείνουν ευάλωτες στις επιπτώσεις από την εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής στις ανεπτυγμένες οικονομίες». Τα επίπεδα χρέους έχουν αυξηθεί σημαντικά σε όλες τις χώρες και τους τομείς. Η αντισυμβατική νομισματική πολιτική που εφαρμόστηκε από την έναρξη της κρίσης, στόχευε στο να διευκολύνει τις συνθήκες χρηματοδότησης ώστε να υποστηριχθεί η ανάκαμψη της οικονομίας. Στο περιβάλλον αυτό ο συνολικός δανεισμός από κυβερνήσεις, επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα και νοικοκυριά επεκτάθηκε πολύ ταχύτερα από τους δείκτες οικονομικής ανάπτυξης. Ως αποτέλεσμα, το συνολικό χρέος σε χώρες με συστημικά σημαντικούς χρηματοπιστωτικούς τομείς ανέρχεται τώρα σε 167 τρισ. δολάρια ή πάνω από 250% του συνολικού ΑΕΠ, έναντι 113 τρισ. δολ. (210% του ΑΕΠ) το 2008, λέει το ΔΝΤ. Στην έκθεση επισημαίνεται ότι στην Ευρωζώνη παραμένει ενισχυμένη η μόχλευση στον επιχειρηματικό και στον κρατικό τομέα. Το μερίδιο των εταιρειών που δανείζονται με χαμηλότερα επιτόκια έχει αυξηθεί εξαιτίας της συμπίεσης των περιθωρίων δανεισμού, τα οποία ενθαρρύνουν την συσσώρευση μόχλευσης.
Το δημόσιο χρέος

Ενισχυμένο σε ορισμένες οικονομίες της Ευρωζώνης παραμένει και το χρέος του δημόσιου τομέα, εν μέρει αποτέλεσμα των προσπαθειών δημοσιονομικής διευκόλυνσης που ακολουθήθηκε μετά την κρίση. Όπως αναφέρει η έκθεση, τα εμπειρικά στοιχεία δείχνουν ότι η επίπτωση διεθνών παραγόντων κινδύνου στις αναδυόμενες αγορές θα μπορούσαν να μετριαστούν από την ύπαρξη μεγαλύτερων τραπεζικών τομέων, βαθύτερων κεφαλαιαγορών και ευρύτερη βάση θεσμικών επενδυτών. Η ανάπτυξη πιο ισχυρών θεσμικών και κανονιστικών πλαισίων θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στον περιορισμό των ανωτέρω προκλήσεων. Η έκθεση του ΔΝΤ επισημαίνει επιπρόσθετα ότι μία υπέρ του δέοντος διακράτηση κρατικών ομολόγων από τις εγχώριες τράπεζες (και στην περίπτωση αυτή το ΔΝΤ συγκαταλέγει και τις ελληνικές τράπεζες) μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένους κινδύνους σε περιόδους στρες θέτοντας δυνητικά προκλήσεις για τη φερεγγυότητα των τραπεζών.

Αδυναμίες και βελτίωση

Το Ταμείο διαπιστώνει ότι η κεφαλαιακή θέση μεταξύ τραπεζών έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αν και παραμένουν κάποιες αδυναμίες στις οποίες περιλαμβάνονται οι ισχυροί δεσμοί Δημοσίου - τραπεζών και τα αποκλιμακούμενα μεν, υψηλά ακόμη δε μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε κάποιες τράπεζες. Τελευταία, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του ΔΝΤ, οι συμμετέχοντες στις αγορές είναι πιο ανήσυχοι για τα διασυνοριακά ανοίγματα των τραπεζών της Ευρωζώνης σε ευάλωτους δανειζόμενους των αναδυόμενων αγορών. «Οι τράπεζες έχουν ενδυναμώσει τους ισολογισμούς τους από την τελευταία παγκόσμια κρίση, διαθέτοντας τώρα υψηλότερα επίπεδα κεφαλαίων και περισσότερη συνολικά ρευστότητα. Αλλά οι αδυναμίες στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα είναι ακόμη εμφανείς. Ο αυξανόμενος δανεισμός νοικοκυριών και επιχειρήσεων έχει αφήσει τις τράπεζες ορισμένων χωρών εκτεθειμένες σε δανειζόμενους με διαχειριστικά βάρη υψηλών χρεών. Ορισμένες τράπεζες έχουν έκθεση σε αδιαφανή και μη ρευστοποιήσιμα στοιχεία ενεργητικού ή εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από χρηματοδότηση σε ξένο νόμισμα», διαπιστώνει το ΔΝΤ. Όπως επισημαίνει, η συσσώρευση τραπεζικών ευάλωτων σημείων καθιστά επείγον για τις αρχές που χαράσσουν στρατηγική να εντείνουν τις προσπάθειες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των χρηματοπιστωτικών συστημάτων, διασφαλίζοντας ότι έχουν επαρκή εργαλεία πολιτικής για να αντιμετωπίσουν δυνητικούς συστημικούς κινδύνους και πιέσεις των αγορών. Ο συντονισμός πολιτικών σε διεθνές επίπεδο είναι κρίσιμος για τη διασφάλιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τονίζει το ΔΝΤ.