Μείζον θέμα και πάλι οι συντάξεις

17/09/2018, 08:00
Μείζον θέμα και πάλι οι συντάξεις

Η πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση από τους δανειστές στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας ανέδειξε για ακόμη μία φορά ως κυρίαρχο ζήτημα το ασφαλιστικό. Διότι πρώτο θέμα στην ατζέντα των διαβουλεύσεων της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» έχει καταστεί το προνομοθετημένο μέτρο της περικοπής των συντάξεων το 2019, το οποίο σημειωτέον είναι έτος εκλογών. Και φυσικά η κυβέρνηση δεν επιθυμεί να ριχτεί στην προεκλογική «μάχη» με τις συντάξεις να έχουν και πάλι ψαλιδιστεί. Μία τέτοια εξέλιξη άλλωστε θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με το βασικό κυβερνητικό «αφήγημα», ότι με την έξοδο από τα μνημόνια η χώρα ανακτά την οικονομική της κυριαρχία, με την ανάκτηση ενός μεγάλου μέρους της οικονομικής πολιτικής. Και για να είμαστε και δίκαιοι, αλήθεια ποια κυβέρνηση θα πήγαινε σε εκλογές με μία σημαντική μερίδα του πληθυσμού, δηλαδή τους συνταξιούχους, απογοητευμένη; Αυτό ουσιαστικά θα ισούτο με εκλογική «αυτοκτονία».

Του Σπύρου Σταθάκη

Έτσι, μετά τις απανωτές δηλώσεις υπουργών και βουλευτών της κυβέρνησης, ότι οι συντάξεις δεν πρόκειται να περικοπούν, καθώς το μέτρο είναι πρακτικά αχρείαστο, τη σκυτάλη πήρε ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Με μία ιδιαίτερα προσεκτική διατύπωση, σε μία προσπάθεια προφανώς να μην προκαλέσει την αντίδραση και των «θεσμών» και των αγορών, ο Αλέξης Τσίπρας από το βήμα της ΔΕΘ υποστήριξε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία και τις προβλέψεις που έχουμε για το 2019 η θέση του ΔΝΤ δεν επιβεβαιώνεται. Αντίθετα ο στόχος για 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να επιτευχθεί και χωρίς την εφαρμογή του εν λόγω μέτρου.Σύμφωνα με τον πρωθυπουργό, αυτή τη θέση, αφού την επαληθεύσει η κυβέρνηση από τα στατιστικά στοιχεία, θα την εξηγήσει το επόμενο διάστημα στους Ευρωπαίους εταίρους μας στην Κομισιόν όπου θα παρουσιάσουμε, όπως όλες οι χώρες της Ευρωζώνης, περί τα μέσα Οκτωβρίου, τον προϋπολογισμό του 2019. Όπως βλέπουμε λοιπόν, ο κ. Τσίπρας στο ζήτημα αυτό ήταν προσεκτικός. Και αυτό ενδεχομένως να συνδέεται με το γεγονός ότι στη συνεδρίαση του Eurogroup μία μέρα πριν τα επίσημα εγκαίνια της ΔΕΘ, ο υπουργός Οικονομικών, Ευκλείδης Τσακαλώτος, φέρεται να έγινε αποδέκτης παραπόνων από Ευρωπαίους συναδέλφους του για τις κυβερνητικές δεσμεύσεις περί ακύρωσης ψηφισμένων μέτρων.Πάντως με το «καλημέρα» το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης έθεσε το θέμα της περικοπής των συντάξεων στους εκπροσώπους των δανειστών, οι οποίοι ήρθαν στην Αθήνα για την πρώτη μεταμνημονιακή αξιολόγηση. Σύμφωνα λοιπόν με πληροφορίες, ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος και ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης έθεσαν αίτηση για αναβολή του μέτρου μείωσης των συντάξεων από το 2019 στη συνάντηση που είχαν με κλιμάκια των «θεσμών».



Αντιφατικά μηνύματα

Αναλυτικότερα, το οικονομικό επιτελείο προέβαλε στους εκπροσώπους των δανειστών ως βασικό επιχείρημα ότι ο δημοσιονομικός χώρος του 2019 θα είναι μεγαλύτερος από τα 700 εκατ. ευρώ που προβλέπει το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, γεγονός το οποίο συνεπάγεται αφενός την ακύρωση του μέτρου για τις συντάξεις, την υλοποίηση αφετέρου μέρους των αντίμετρων. Έτσι, η κυβέρνηση είναι έτοιμη να δώσει ως αντάλλαγμα την εφαρμογή μόνο εν μέρει των αντίμετρων του 2019. Το βασικό σενάριο αυτή τη στιγμή είναι τα αντίμετρα των περίπου 2 δισ. ευρώ τα οποία αποτυπώνονται στο Μεσοπρόθεσμο για το 2019 να «σπάσουν» σε ορίζοντα τετραετίας.Από την πλευρά τους οι επικεφαλής των «θεσμών» κατέγραψαν τις θέσεις και τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης παρέθεσαν τα δικά τους στοιχεία και δέχτηκαν πρόσθετες διευκρινίσεις μετά τις ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑΤ για το ΑΕΠ δευτέρου τριμήνου. Επιπλέον, φαίνεται ότι προς το παρόν υπάρχει διαφωνία αναφορικά με το πόσο θα υπερβεί η Ελλάδα τον δημοσιονομικό στόχο του 3,5% του ΑΕΠ το 2019, άρα και με το περιθώριο που θα έχει για παροχές, ενώ ζήτησαν από το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης το αναλυτικό κόστος για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στη ΔΕΘ.Αλλά γενικότερα το τοπίο είναι θολό σχετικά με τη στάση των δανειστών στο αίτημα της κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί κυβερνητικοί αξιωματούχοι έδειχναν αισιόδοξοι, υποστηρίζοντας ότι από καμμία πλευρά των «θεσμών» και ειδικά το ΔΝΤ δεν ετέθη ζήτημα διαρθρωτικής διάστασης του μέτρου. Εξετάστηκε αποκλειστικά από τη δημοσιονομική σκοπιά. Την ίδια στιγμή, όμως, κορυφαίοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι δήλωναν ότι η Ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών. Και αυτή η «παραίνεση» αφορά φυσικά και τις περικοπές των συντάξεων.

Απανωτά «χτυπήματα»

Είναι ενδεικτικές οι απανωτές δηλώσεις του επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ λίγο πριν την άφιξη των εκπροσώπων των δανειστών στην Αθήνα. Το πρώτο «χτύπημα» ήρθε σε συνέντευξη που παραχώρησε στην αυστριακή εφημερίδα «Die Presse». Ο Κλάους Ρέγκλινγκ επεσήμανε με νόημα, ότι οι πιστωτές, που είναι πολύ υπομονετικοί, μπορεί να σταματήσουν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που έχουν αποφασιστεί για την Ελλάδα στην περίπτωση που τα προγράμματα προσαρμογής δεν συνεχιστούν όπως έχει συμφωνηθεί.
Το δεύτερο «χτύπημα» από τον επικεφαλής του ESM ήρθε με συνέντευξή του στο capital.gr. Σύμφωνα με τον κ. Ρέγκλινγκ, οι πρόσφατες δημόσιες εικασίες για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση οδήγησαν σε υψηλότερα επιτόκια, ακόμα και αν αυτά υποχώρησαν λίγο αργότερα, Γιαυτό και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να κάνει ότι μπορεί, για να ενισχύσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών στο βιώσιμο μέλλον της Ελλάδας. Και συνέχισε λέγοντας πώς, η Ελλάδα ψήφισε τις περικοπές των συντάξεων, με βάση το πακέτο αυτό ολοκληρώθηκαν οι πρόσφατες αξιολογήσεις, έγιναν οι εκταμιεύσεις σημαντικών ποσών και αποφασίστηκαν τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους. Και φυσικά οι δανειστές περιμένουν τώρα από την Αθήνα να εκπληρώσει και αυτή τις υποχρεώσεις της. Και αν η στάση του Κλάους Ρέγκλινγκ θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ήταν λίγο -πολύ αναμενόμενη, αυτό που ξάφνιασε την κυβέρνηση ήταν η θέση που πήρε ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ. Σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Καθημερινή», όταν ρωτήθηκε για το ενδεχόμενο να μην εφαρμοστεί τελικά το μέτρο της περικοπής των συντάξεων το 2019, μάλλον σε αυστηρό ύφος ξεκαθάρισε ότι τα μέτρα που έχουν συμφωνηθεί πρέπει να εφαρμοστούν.

«Συναγερμός» στο Μέγαρο Μαξίμου

Εύλογα η δήλωση αυτή, προκάλεσε «συναγερμό» στο Μέγαρο Μαξίμου. Και αυτό γιατί υπήρχε στην κυβέρνηση η αίσθηση ότι η Κομισιόν και στηρίζει το αίτημα της κυβέρνησης να μην εφαρμοστεί το μέτρο από τη στιγμή που οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονται και θα ήταν σύμμαχός της στην προσπάθεια να πείσει για τη μη αναγκαιότητά του μέτρου και το ΔΝΤ. Επιπλέον, ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ θεωρείται παραδοσιακά ως «φίλος και σύμμαχος» της Ελλάδας, κάτι που δεν συμβαδίζει με τη θέση του στο θέμα των συντάξεων. Γιαυτό και από την πλευρά της Κομισιόν υπήρξε προσπάθεια να διασκεδαστούν οι εντυπώσεις, με Ευρωπαίο αξιωματούχο να δηλώνει ότι οι «θεσμοί» δεν μπορούν τώρα να πάρουν σαφή θέση στο αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για την αναβολή της περικοπής των συντάξεων, καθώς ακόμη συλλέγονται τα σχετικά στοιχεία. Και πως δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να αποκλειστεί η πιθανότητα κάποια μέτρα να μην εφαρμοστούν στην ολότητά τους, όπως οι συντάξεις.



Το διαρκές «δράμα»

Από τις παραπάνω εξελίξεις προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης με τους δανειστές για το θέμα των συντάξεων δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Για να δούμε όμως πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο 2016. Τότε το ΔΝΤ άρχισε να εκφράζει με επιμονή τη θέση ότι οι τρέχοντες στόχοι του τρίτου προγράμματος ήταν μη ρεαλιστικοί γιατί υπέθεταν ότι η Ελλάδα θα πετύχει και θα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ για πολλές δεκαετίες, παρά τα διψήφια ποσοστά ανεργίας μέχρι τα μέσα του αιώνα – και ότι ταυτόχρονα θα πετύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Η στάση του Ταμείου

Το Ταμείο επέμενε στην αναπροσαρμογή των στόχων για το μεσοπρόθεσμο πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδος στο 1,5% του ΑΕΠ προκειμένου να μη χρειαστούν πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα. Σύμφωνα με το Ταμείο, τα μέτρα που περιλαμβάνει το υφιστάμενο πρόγραμμα είναι συμβατά με τον στόχο του 1,5% του ΑΕΠ. Και φυσικά συνέδεε το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων με την αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους. Παράλληλα, το ΔΝΤ από το 2016 ζητούσε δύο κομβικές διαρθρωτικές παρεμβάσεις:
Αφενός τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, με το επιχείρημα ότι έτσι θα διευρυνόταν η φορολογική βάση, καθώς το φορολογικό σύστημα με το υψηλό αφορολόγητο και την ακραία επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων και οργανωμένων επιχειρήσεων με υψηλούς φόρους και εργοδοτικές εισφορές και τη συνεπαγόμενη εξαίρεση άνω του 50% του πληθυσμού από την υποχρέωση καταβολής φόρου εισοδήματος δρα αντιαναπτυξιακά. Αφετέρου την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις παλαιές συντάξεις, υποστηρίζοντας ότι η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας κρίνεται ανεπαρκής, με το έλλειμμα του συνταξιοδοτικού συστήματος (10% του ΑΕΠ) να παραμένει 4 φορές μεγαλύτερο από το μέσο έλλειμμα στην ΕΕ28, παρά τις πρόσφατες μειώσεις των συντάξεων.
Μάλιστα, στα τέλη του 2016 το ΔΝΤ είχε δημοσιεύσει άρθρο, το οποίο υπέγραφαν ο τότε διευθυντής έρευνας Mορίς Όμπστφελντ και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Τμήματος Πουλ Τόμσεν, σύμφωνα με το οποίο αν η Ελλάδα και οι Ευρωπαίοι εταίροι της συμφωνήσουν για έναν βραχυπρόθεσμο στόχο πλεονάσματος της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ υπήρχαν δύο θέματα που ενδιέφεραν το ΔΝΤ. Πρώτον, να υπάρχει ένα αξιόπιστο πρόγραμμα για το πώς θα σπρωχτεί το πλεόνασμα πάνω από το 1,5% του ΑΕΠ. Αυτό θα απαιτούσε σοβαρά πρόσθετα μέτρα τα οποία δεν έχουν ακόμη δρομολογηθεί. Δεύτερον, η αξιοπιστία απαιτούσε την νομοθέτηση αυτών των μέτρων εκ των προτέρων ώστε να μην υπάρξει καμία αμφιβολία για την πολιτική αποφασιστικότητα της Ελλάδας να ξεπεράσει την αντίσταση των κατεστημένων συμφερόντων που έχουν εμποδίσει την εφαρμογή του προγράμματος στο παρελθόν. Και φυσικά τα μέτρα αυτά αφορούσαν τη μείωση του αφορολόγητου και τις νέες περικοπές στις συντάξεις.

Διάσταση απόψεων

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι όντως ήταν το ΔΝΤ εκείνο που το από το 2016 είχε θέσει το ζήτημα των δύο αυτών μέτρων. Άλλωστε μέχρι τότε υπήρχε διάσταση απόψεων του Ταμείου με τους Ευρωπαίους εταίρους, οι οποίοι υποστήριζαν ότι η Ελλάδα μπορούσε να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ χωρίς πρόσθετα μέτρα. Επίσης η θέση τους ήταν ότι δεν χρειαζόταν νέα περικοπή στις συντάξεις, καθώς με την εφαρμογή της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης (νόμος Κατρούγκαλου) είχε επιτευχθεί η βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος. Επιπλέον ούτε και η μείωση του αφορολόγητου ορίου ήταν απαραίτητη, κατά τους Ευρωπαίους, καθώς με τα μέτρα που ήδη εφαρμόζονταν είχε επιτευχθεί η διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Στις αρχές του 2017 όμως υπήρξε μία κομβική αλλαγή στη στάση των Ευρωπαίων εταίρων, οι οποίοι υιοθέτησαν πλήρως τις θέσεις του ΔΝΤ. Ήταν στην ουσία μία αντίδραση με τιμωρητική ενδεχομένως διάθεση απέναντι στο γεγονός ότι τον Δεκέμβριο του 2016 ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας είχε προχωρήσει μονομερώς, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση με τους εκπροσώπους των «θεσμών», στη χορήγηση κοινωνικού μερίσματος, από το υπερπλεόνασμα του είχε επιτευχθεί εκείνη τη χρονιά. Γράφαμε μάλιστα τότε ότι ουσιαστικά η απολογητική επιστολή του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου προς τον τότε επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ δεν είχε πιάσει τόπο.Και αυτό διότι περιείχε απλά και μόνο κάποιες γενικόλογες προθέσεις της κυβέρνησης για τους δημοσιονομικούς στόχους από το 2018,χωρίς συγκεκριμένες δεσμεύσεις. Έτσι, η κίνηση αυτή του Έλληνα ΥΠ.ΟΙΚ. οδήγησε σε περαιτέρω σκλήρυνση της στάσης των δανειστών και ειδικά των Ευρωπαίων, οι οποίοι πλέον έστελναν σήμα στην ελληνική πλευρά ότι δεν υπάρχει άλλη λύση από την πλήρη αποδοχή των όρων που θέτει το ΔΝΤ. Ήταν οι Ευρωπαίοι τώρα που απαιτούσαν την ψήφιση των μέτρων που ζητούσε το Ταμείο για την περίοδο μετά το 2018 προκειμένου να ολοκληρωθεί η δεύτερη αξιολόγηση. Δηλαδή ζητούσαν από την κυβέρνηση να νομοθετήσει προκαταβολικά τη μείωση του αφορολόγητου και την νέα περικοπή στις συντάξεις.



Για την ιστορία...

Τα υπόλοιπα είναι ήδη ιστορία. Η κυβέρνηση με τη διπλή πλέον πίεση από τους Ευρωπαίους εταίρους και το ΔΝΤ αναγκάστηκε τον Ιούνιο του 2017 να προνομοθετήσει την περικοπή της προσωπικής διαφοράς στις κύριες και τις επικουρικές συντάξεις το 2019, και τη μείωση του αφορολόγητου ορίου το 2020. Με τα μέτρα αυτά θα εξασφαλιζόταν ο βασικός δημοσιονομικός στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ την περίοδο 2018-2022. Η δέσμευση αυτή επανεπιβεβαιώθηκε με την ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2019-2022 τον Ιούνιο του 2018, που ήταν βασικό προαπαιτούμενο για την ολοκλήρωση της τελευταίας αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος.
Υπενθυμίζουμε ότι στην έκθεση συμμόρφωσης της Κομισιόν για το κλείσιμο της τέταρτης και τελευταίας αξιολόγησης τονιζόταν, πως το πακέτο πρόσθετων μέτρων της περιόδου 2019-2020 που περιλαμβάνει περικοπή συντάξεων αξίας 1% του ΑΕΠ και η μείωση στο αφορολόγητο το 2020 με καθαρό όφελος επίσης 1% του ΑΕΠ, θα εφαρμοστούν κανονικά. Συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφερόταν, ότι τα μέτρα και τα αντίμετρα θα εφαρμοστούν, τόσο το 2019, δηλαδή περικοπές συντάξεων και αντίμετρα όπως το επίδομα στέγης, όσο και το 2020 (περικοπή αφορολόγητου αλλά και μείωση φορολογικών συντελεστών και συντελεστών ΕΝΦΙΑ). Και κάπως έτσι, φτάσαμε στο σήμερα…