Τα… «απόνερα» του Eurogroup

09/07/2018, 08:00
Τα… «απόνερα» του Eurogroup

Στις 20 Αυγούστου κλείνει η οκταετής περίοδο των μνημονίων, στη διάρκεια της οποίας το κόστος της δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής ήταν αναμφισβήτητα πολύ υψηλό σε όρους ανάπτυξης, εισοδημάτων και φορολογικής επιβάρυνσης. Και όπως σημειώνει στην πρόσφατη έκθεσή της η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ), το αποτέλεσμα ήταν στα μακροχρόνια διαρθρωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η οικονομία να προστεθούν εξίσου σοβαρά προβλήματα, που οφείλονται στη μακρά διάρκεια και στο εύρος της ύφεσης. Το υψηλό δημόσιο χρέος, η υψηλή μακροχρόνια ανεργία, το επενδυτικό κενό, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, το μεγάλο ποσοστό πληθυσμού που ωθείται κάτω από το όριο της φτώχειας.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Τώρα όμως, σύμφωνα πάντα με την ΤτΕ, η οικονομία, μετά από αυτή την μακρά περίοδο ύφεσης και στασιμότητας, και με δεδομένη την κάλυψη των χρηματοδοτικών της αναγκών, βρίσκεται σήμερα σε φάση ανάκαμψης και πρέπει να περάσει σύντομα σε ταχύτερη ανάπτυξη, εξασφαλίζοντας όμως παράλληλα την ομαλή χρηματοδότησή της από τις αγορές.

Η βιώσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ύστατη και καθοριστική ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αναπτυξιακές προοπτικές υπονομεύονται και δημιουργούνται σοβαρά προβλήματα. Η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία και η συνακόλουθη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατέδειξαν ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη ευάλωτη, καθώς μια απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού μπορεί να εκτροχιάσει τόσο την αναπτυξιακή πορεία της χώρας όσο και τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους.

Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών και των διεθνών επενδυτών πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Διότι η ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου βρίσκει την οικονομία και με θετικά στοιχεία αλλά και με σημαντικές εκκρεμότητες. Όπως καταγράφει σε σχετική ανάλυση η Berenberg Bank, η χώρα μας έχει υλοποιήσει σημαντικές μεταρρυθμιστικές, και έχει εξισορροπήσει τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, έχει βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, έχει βελτιώσει την αγορά εργασίας της, έχει δει τις αποδόσεις των ομολόγων της να υποχωρούν και έχει εξασφαλίσει περισσότερους πόρους της Ε.Ε. για τη στήριξη των επενδύσεων.

 

Οι προκλήσεις

Αυτά στα θετικά. Την ίδια στιγμή, όμως, το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, το βουνό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, οι αδύναμες επιδόσεις στον μέτωπο της εκπαίδευσης καθώς και το μεταναστευτικό αποτελούν τις μακροπρόθεσμες προκλήσεις της Ελλάδας. Αναλυτικότερα, η υποτονική πιστωτική ανάπτυξη στην Ελλάδα μειώνει την επιχειρηματική εμπιστοσύνη. Η ελληνική οικονομία πάσχει από έναν αδύναμο τραπεζικό τομέα λόγω του πολύ υψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και αυτό εμποδίζει την ανάκαμψη της πιστωτικής επέκτασης. Επιπλέον, για να ενισχυθεί η τάση ανάπτυξης είναι απαραίτητο να υπάρξουν παρεμβάσεις στο φορολογικό σύστημα, προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών. Με βάση τη συμφωνία του Eurogroup, η Ελλάδα θα δημιουργήσει ένα αυξανόμενο πλεόνασμα μετρητών τα επόμενα χρόνια. Θα ήταν, λοιπόν, καλό, σύμφωνα με την Berenberg Bank, να χρησιμοποιηθούν κάποια από αυτά τα κεφάλαια για να χρηματοδοτηθούν φορολογικές περικοπές αντί να αυξηθούν οι κοινωνικές δαπάνες. Και μην ξεχνάμε ότι, ούτως ή άλλως, οι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιβάλλονται από σημαντικές αβεβαιότητες.

 



Κίνδυνος επιβράδυνσης

Για παράδειγμα, τυχόν καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων και υπερβολική φορολόγηση ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης της οικονομίας. Οι κίνδυνοι που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και με την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών λόγω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τέλος, ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και αύξηση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.

Η «ακτινογραφία» της συμφωνίας

Σύμφωνα με την ΤτΕ, οι αποφάσεις του Eurogroup αναμένεται ότι θα έχουν σημαντική συμβολή και στην ομαλή έξοδο στις διεθνείς αγορές, αλλά και στη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ειδικότερα, η τελευταία εκταμίευση του ESM ορίστηκε σε 15 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 5,5 δισ. προορίζονται για την εξυπηρέτηση του χρέους. Τα υπόλοιπα 9,5 δισ. θα προστεθούν στο ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, το οποίο υπολογίζεται ότι θα ανέλθει σε 24,1 δισ. και θα επαρκεί για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών σε βάθος περίπου 22 μηνών μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018.

 

Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα

Από ’κεί και πέρα, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί συμφώνησαν στα παρακάτω μεσοπρόθεσμα μέτρα ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους, με στόχο τη διατήρηση των ετήσιων Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών (ΑΧΑ) κάτω του 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα και κάτω του 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα, καθώς και την εξασφάλιση της αποκλιμάκωσης του χρέους. Αναφορικά με τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από το EFSF αποφασίστηκε δεκαετής αναβολή των πληρωμών τόκων και χρεολυσίων και επιμήκυνση της μεσοσταθμικής διάρκειάς τους κατά δέκα έτη. Υπό την προϋπόθεση της τήρησης των μεταμνημονιακών υποχρεώσεων, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεσμεύονται επιπλέον για τα εξής:


  • Κατάργηση του περιθωρίου επιτοκίου ύψους 200 μονάδων βάσης, το οποίο σχετίζεται με την επαναγορά χρέους από το δεύτερο πρόγραμμα.

  • Επιστροφή των κερδών από τα ομόλογα που διακρατούν οι κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης στα χαρτοφυλάκια ANFA και SMP. Η εκταμίευση ορίζεται σε ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις κάθε Δεκέμβριο και Ιούνιο, αρχής γενομένης από τον Δεκέμβριο του 2018 και μέχρι και τον Ιούνιο του 2022. Τα επιλέξιμα κέρδη αφορούν τα έτη 2017 και μετά, καθώς και τα κέρδη SMP του έτους 2014 που διατηρούνται σε ειδικό λογαριασμό του ESM.