Ανηφορικός o δρόμος για την ανάπτυξη...

19/01/2020, 11:11
2h kardia

Θα είναι τελικά το 2020 το έτος επιστροφής της ελληνικής
οικονομίας στην περιβόητη «κανονικότητα»; Όλα θα κριθούν από τις εξελίξεις,
τόσο στο εσωτερικό, κυρίως σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της ασκούμενης
οικονομικής πολιτικής (π.χ. φοροελαφρύνσεις, προσέλκυση επενδύσεων, υλοποίηση
μεταρρυθμίσεων, κ.ά.), όσο και στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, το οποίο
είναι αλήθεια ότι δείχνει ανησυχητικά σημάδια. Προς το παρόν, πάντως, το νέο
έτος ήρθε με τους καλύτερους «οιωνούς» για την ελληνική οικονομία.





Του Σπύρου Σταθάκη





Είναι ιδιαίτερα θετικό το γεγονός ότι ο Δείκτης
Οικονομικού Κλίματος, έτσι όπως τον καταγράφει το ΙΟΒΕ, τους τελευταίους μήνες
σημειώνει συνεχή βελτίωση. Έτσι, τον περασμένο Δεκέμβριο, αυξήθηκε στις 109,5
μονάδες, από 107,0 μονάδες τον Νοέμβριο, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο υψηλότερο
επίπεδο των τελευταίων 12 ετών, καθώς είχε να βρεθεί στο επίπεδο αυτό από τον
Νοέμβριο του 2007. Ο σχετικός δείκτης παραμένει
μάλιστα σε πολύ υψηλότερα επίπεδα στην Ελλάδα από ό,τι στην υπόλοιπη Ευρώπη
(109,5 μονάδες στην Ελλάδα και 101,5 μονάδες στην Ευρωζώνη).





Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ, σε όλους
τους τομείς καταγράφεται άνοδος των προσδοκιών με εξαίρεση το λιανικό εμπόριο,
όπου σημειώθηκε μικρή υποχώρηση. Ειδικότερα, στη βιομηχανία το κλίμα παρέμεινε γενικά θετικό, με τις εκτιμήσεις των
επιχειρήσεων για τη ζήτηση, τις νέες παραγγελίες και την παραγωγή το επόμενο
διάστημα να παρουσιάζουν μικρή άνοδο σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Παράλληλα, το επίπεδο των αποθεμάτων εμφανίζει αποκλιμάκωση και οι προβλέψεις
για την απασχόληση είναι θετικές. Στο λιανικό
εμπόριο, παρά τη μικρή πτώση τον Δεκέμβριο του 2019, το ισοζύγιο θετικών
– αρνητικών εκτιμήσεων των επιχειρήσεων παραμένει θετικό (στις +22 μονάδες από
+25 μονάδες τον προηγούμενο μήνα).





Το κλίμα στις κατασκευές





Την ίδια ώρα, στις κατασκευές το κλίμα βελτιώθηκε σημαντικά (από -51,7 μονάδες τον Νοέμβριο του 2109 στις -24,2 μονάδες τον Δεκέμβριο του 2019), καθώς οι αρνητικές προβλέψεις για την δραστηριότητα των επιχειρήσεων και την εξέλιξη της απασχόλησης περιορίστηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η βελτίωση του κλίματος οφείλεται κυρίως στην άνοδο των προσδοκιών στις ιδιωτικές κατασκευές, ενώ ηπιότερη ήταν η βελτίωση στις δημόσιες κατασκευές. Τέλος, στις υπηρεσίες, οι προσδοκίες των επιχειρήσεων κινήθηκαν ανοδικά, κυρίως λόγω των θετικότερων προβλέψεων για την εξέλιξη της ζήτησης το επόμενο διάστημα, με το συνολικό ισοζύγιο θετικών – αρνητικών εκτιμήσεων να διαμορφώνεται στις +29,1 μονάδες από +17,8 τον προηγούμενο μήνα.









Επίσης, η  καταναλωτική εμπιστοσύνη συνέχισε να βελτιώνεται τον Δεκέμβριο του 2019 και διαμορφώθηκε στις -6,2
μονάδες από -6,8 τον προηγούμενο μήνα και -31 μονάδες τον Δεκέμβριο του 2018. H
αισιοδοξία των νοικοκυριών αποτυπώνεται κυρίως στις εκτιμήσεις τους για την
πορεία της οικονομικής τους κατάστασης και τη γενικότερη κατάσταση της χώρας το
επόμενο 12μηνο, με τα ποσοστά αυτών που προβλέπουν επιδείνωση να διαμορφώνονται
σε 18,4% και 18% αντίστοιχα (από 18,6% και 17,3% αντίστοιχα τον προηγούμενο
μήνα και 45,7% και 42,6% αντίστοιχα τον Δεκέμβριο του 2018). Επίσης, το ποσοστό
των νοικοκυριών που εκτιμούν ότι θα προβούν σε λιγότερες δαπάνες για σημαντικές
αγορές (οικιακό εξοπλισμό, ηλεκτρικές συσκευές κλπ) μειώθηκε σε 37,1% από 39,8%
τον προηγούμενο μήνα και 43,5% τον Δεκέμβριο του 2018. Αντίθετα, μικρή άνοδο σε
σχέση με τον προηγούμενο μήνα σημείωσε το ποσοστό των νοικοκυριών που εκτιμούν
ότι η ανεργία θα αυξηθεί (26,2% τον Δεκέμβριο του 2019 από 19,1% τον Νοέμβριο
του 2019).





Οι προβλέψεις για το 2020





Η κυβέρνηση τώρα έχει αναθεωρήσει προς το καλύτερο την
πρόβλεψή του για μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2020 στο 2,8%, βελτιώνοντάς την κατά 0,5%
σε σχέση με τις προβλέψεις του Προγράμματος Σταθερότητας 2019. Αν και οι
προβλέψεις των εγχώριων και διεθνών φορέων για το 2019 συγκλίνουν σε μεγέθυνση
του ΑΕΠ περί το 2,0%, είναι αρκετά πιο συντηρητικές αναφορικά με το 2020. Το
Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπει για το 2020 αύξηση της τάξης του 2,2%, με
τις προβλέψεις του ΟΟΣΑ και της Τράπεζας της Ελλάδος να είναι πιο συγκρατημένες
στο 2,0% και 2,1% αντίστοιχα.





Οι πιο αισιόδοξοι φορείς είναι ο ΙΟΒΕ, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που προβλέπουν μεγέθυνση από 2,3% έως 2,5%. Σε κάθε περίπτωση, η πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ υπερβαίνει σημαντικά ακόμη και από την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη των διεθνών και εγχώριων φορέων (απόκλιση +0,3% στην καλύτερη περίπτωση). Οι κυριότεροι λόγοι «συγκρατημένων» προβλέψεων ως προς τη μεγέθυνση του 2020, πηγάζουν από την πιθανή οικονομική επιβράδυνση σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, το μεγάλο όγκο μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών εμπορικών τραπεζών οι οποίες επιβραδύνουν την πιστωτική επέκταση, αλλά και από ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις του Brexit κ.ά.









Σύμφωνα με το Υπουργείο Οικονομικών κύριοι πυλώνες της
μεγέθυνσης για το 2020 αναμένεται να είναι η ιδιωτική κατανάλωση (+1,8%), λόγω
του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της στη διάρθρωση του ΑΕΠ (περίπου 70%), καθώς
και οι επενδύσεις (+13,4%). Το ΥΠΟΙΚ στηρίζει τις αισιόδοξες αυτές εκτιμήσεις
αναφορικά με την ιδιωτική κατανάλωση στην περαιτέρω αποκλιμάκωση της ανεργίας,
στην αύξηση του κατώτατου μισθού και στα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα που
έχουν ψηφισθεί εντός του 2019 όπως και σε αυτά που θα ψηφισθούν το επόμενο
διάστημα. Επιπλέον, ενδεχόμενη πιστωτική επέκταση, μπορεί να στηρίξει την
κατανάλωση των νοικοκυριών.





Αναγκαία συνθήκη είναι η επιτάχυνση της υποχώρησης του
αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η οποία θα διευκολύνει τις εμπορικές
τράπεζες ώστε να αυξήσουν τις χορηγήσεις δανείων προς τα νοικοκυριά, με άμεσο,
θετικό αντίκτυπο στην ιδιωτική κατανάλωση. Επιπλέον, η εξομάλυνση της
λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού τομέα με αύξηση των καταθέσεων, μείωση των
επιτοκίων δανεισμού για επιχειρηματικά και επαγγελματικά δάνεια, είναι
παράγοντες που μπορούν να επιδράσουν θετικά στην επιτάχυνση των πάγιων
επενδύσεων. Ακόμη το ΥΠΟΙΚ προβλέπει ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν με σχεδόν
παρόμοιο ρυθμό σε σχέση με τις εισαγωγές κατά 5,1% και 5,2% αντίστοιχα,
επιβαρύνοντας ελαφρά το ήδη ελλειμματικό εξωτερικό ισοζύγιο.





Η ιδιωτική κατανάλωση





Κατ’ αντιστοιχία με τις προβλέψεις για την αύξηση του
πραγματικού ΑΕΠ, οι προβλέψεις του Υπουργείου Οικονομικών για τις επιμέρους
συνιστώσες του ΑΕΠ το 2020 είναι πιο αισιόδοξες σε σχέση με τις προβλέψεις των
άλλων εγχώριων και διεθνών φορέων. Συγκεκριμένα απόκλιση παρατηρείται στην
ιδιωτική κατανάλωση, όπου η πρόβλεψη του ΥΠΟΙΚ είναι υψηλότερη κατά 1,0% σε
σχέση με τις προβλέψεις του ΔΝΤ και 0,3% σε σχέση με τις αντίστοιχες του ΟΟΣΑ
και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αποκλίσεις παρατηρούνται προς τα κάτω και στο
ρυθμό μεταβολής των παγίων επενδύσεων, με την πρόβλεψη του Υπουργείου να είναι
πιο αισιόδοξη αντίστοιχα κατά 5%, 4,2% και 0,9% σε σχέση με τις προβλέψεις του
ΟΟΣΑ, του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Μόνο στο ρυθμό μεταβολής των
εισαγωγών το Υπουργείο Οικονομικών διατηρεί πιο συντηρητική εκτίμηση σε σχέση
με τους άλλους φορείς.





Η μακρά πορεία προς την «κανονικότητα»





Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του ΙΟΒΕ, στην ανοδική τάση του οικονομικού δείκτη συνεχίζουν να συμβάλλουν οι αναπτυξιακές επενδυτικές προοπτικές σε συνδυασμό με παρεμβάσεις στη φορολογία. Ιδιαίτερα στις προσδοκίες των πολιτών επενέργησε ενισχυτικά η συζητούμενη στο δημόσιο διάλογο πραγματοποίηση περαιτέρω φοροελαφρύνσεων φέτος και ο περιορισμός εισφορών που δεν περιλαμβάνονταν στον Προϋπολογισμό του 2020, όπως η νέα μείωση του ΕΝΦΙΑ και η μείωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, που θα ενισχύσουν τα εισοδήματά τους. Επιπλέον, μια σειρά από δείκτες της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά παρά την επιδείνωση του εξωτερικού περιβάλλοντος και τα σημεία έντασης στη γεωγραφική περιοχή μας.









Οι πλέον σημαντικές εξελίξεις εγχωρίως αφορούν στην
αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης και τη μείωση των φορολογικών βαρών, με
επιχειρήσεις και νοικοκυριά να προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα. Η εξέλιξη της
προσαρμογής θα εξαρτηθεί από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Άλλωστε, η παραγωγική της βάση είναι συρρικνωμένη από τη χρόνια αποεπένδυση, η
αγορά εργασίας είναι πιο ευέλικτη αλλά με αναντιστοιχίες προσφοράς και ζήτησης,
ενώ παραμένουν εμπόδια σε επιμέρους οικονομικές δραστηριότητες. Οι επιλογές της
οικονομικής πολιτικής θα είναι καθοριστικές στη σταθεροποίηση της ανάκαμψης και
την επιτάχυνσή της και οι όποιες παρεμβάσεις και μέτρα πρέπει να στοχεύουν στην
ενίσχυση της οικονομίας μεσοπρόθεσμα.





Από την πλευρά του ο ΣΕΒ στο τελευταίο μηνιαίο οικονομικό
δελτίο του σημειώνει ότι, η
ελληνική οικονομία κινείται στον αστερισμό της ανάκαμψης και προοιωνίζεται
επιτάχυνση του ρυθμού ανάπτυξης το 2020, καθώς και τα μέτρα οικονομικής
πολιτικής αναμένεται να αρχίσουν να αποδίδουν καρπούς. Το 2019 σημειώνεται επιτάχυνση της μεταποιητικής
παραγωγής και των κατασκευών, παρά την επιβράδυνση των λιανικών πωλήσεων και
των εξαγωγών, και παρά την εμφάνιση ενδείξεων κόπωσης της απορρόφησης της
ανεργίας, καθώς οι επενδύσεις δεν έχουν αρχίσει ακόμη να τονώνουν τις συνθήκες
απασχόλησης στην οικονομία ενώ και η διεθνής συγκυρία παραμένει αρνητική.





Το νέο έτος, κατά τον ΣΕΒ, ξεκίνησε
με μεγάλες προσδοκίες, καθώς αίρονται σταδιακά οι περιοριστικοί παράγοντες
(υψηλή φορολογία, εμπόδια στη λειτουργία της αγοράς, γραφειοκρατία στην
αδειοδότηση των επενδύσεων κ.λ.π.), που καθήλωναν την οικονομική δραστηριότητα
σε σχετικά χαμηλά επίπεδα. Αν και η πρόοδος μέχρι σήμερα είναι ικανοποιητική σε
σχέση με τις εξαγγελίες και δεσμεύσεις της νέας διακυβέρνησης, οι αλλαγές στην
οικονομική πολιτική δεν έχουν αποκτήσει ακόμα κρίσιμη μάζα ώστε να σηματοδοτούν
την στροφή προς ένα δυναμικά διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο υψηλών και
διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μονιμότερη βάση.





Το τελευταίο δεν είναι εφικτό χωρίς
επενδύσεις. Για να γίνουν, όμως, για παράδειγμα, δημόσιες επενδύσεις για
αναγκαίες κοινωνικές και οικονομικές υποδομές απαιτούνται πόροι που πρέπει να
εξοικονομηθούν. Και για να γίνουν ιδιωτικές επενδύσεις απαιτούνται πολιτικές με
ισχυρότερο αναπτυξιακό αποτύπωμα, με έμφαση στην κερδοφορία και την
ανταγωνιστικότητα, καθώς και αλλαγές στη φορολογία και στο θεσμικό πλαίσιο
λειτουργίας της οικονομίας και των αγορών, που να υπερβαίνουν τις συντεχνιακές
αντιστάσεις. Ακόμη και αν βραχυχρόνια κάποιες πολιτικές επιδοματικού χαρακτήρα
μπορεί να είναι επιβεβλημένες λόγω της μεγάλης κρίσης και ύφεσης που
προηγήθηκε, δεν πρέπει με κανένα τρόπο
να δημιουργηθεί και πάλι η αίσθηση των μαγικών λύσεων στην κοινωνία.





Προκλήσεις, προβλήματα και περιορισμοί





Δεν πρέπει εξάλλου να ξεχνάμε ότι, σύμφωνα και με τις επισημάνσεις της ΤτΕ, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολύ περιοριστικές δημοσιονομικές, διαρθρωτικές, νομισματικές και χρηματοπιστωτικές συνθήκες σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, όπως για παράδειγμα: Τα πρωτογενή πλεονάσματα που έχουν συμφωνηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας για την ελάφρυνση του χρέους στο Eurogroup στις 21 Ιουνίου 2018 είναι πολύ υψηλά, ιδιαίτερα μάλιστα αν διορθωθούν για τον οικονομικό κύκλο, και, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς δημογραφικές προοπτικές της χώρας, περιορίζουν τη δυνατότητα επίτευξης σημαντικά υψηλότερων ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης.









Το θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων





Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων
παραμένει σε πολύ υψηλό επίπεδο, περιορίζοντας την ικανότητα του τραπεζικού
συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επενδύσεις και να στηρίξει την πραγματική





οικονομία. Επίσης, τα ελληνικά κρατικά
ομόλογα δεν συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, με
αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να μην επωφελείται σε σημαντικό βαθμό από τη
νέα χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Λαμβάνοντας υπόψη την επιβράδυνση της
παγκόσμιας οικονομίας, το οικονομικό περιβάλλον που διαμορφώνεται δημιουργεί
ασφυκτικές συνθήκες και περιορίζει τη δυνατότητα της οικονομικής πολιτικής να
στηρίξει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.





Το υψηλό δημόσιο χρέος (παρά βεβαίως τη σημαντική
βελτίωση της βιωσιμότητάς του, που θεωρείται εξασφαλισμένη μεσοπρόθεσμα με τα
μέτρα που ενέκρινε το Eurogroup από το 2012 έως το 2018), το οποίο δημιουργεί
αβεβαιότητα σε μακροπρόθεσμη βάση (μετά το 2032) στην περίπτωση εξωγενών
κλυδωνισμών, όπως είναι μια διεθνής παρατεταμένη ύφεση ή μια σημαντική άνοδος
των επιτοκίων. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παραμένει
ελλειμματικό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση
της χώρας, και τέλος, το μεγάλο επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε εξαιτίας της
πολυετούς ύφεσης και το οποίο κινδυνεύει να επηρεάσει μόνιμα την παραγωγική
ικανότητα της οικονομίας.





Φιλόδοξο σχέδιο





Σύμφωνα με διάφορες μελέτες που έχουν δει το φως της
δημοσιότητας, η επιστροφή στην οικονομική και κοινωνική κανονικότητα θα απαιτήσει
ταχεία οικονομική ανάπτυξη, άνω του 3% για αρκετά χρόνια. Για την επίτευξη ενός
τόσο φιλόδοξου αναπτυξιακού στόχου θα πρέπει η Ελλάδα να υιοθετήσει ένα μοντέλο
ανάπτυξης που θα στηρίζεται περισσότερο στην ταχύτερη αύξηση των εξαγωγών και
των επενδύσεων. Η χώρα δεν μπορεί να επιστρέψει στο προηγούμενο μοντέλο που
βασιζόταν στην –τροφοδοτούμενη από ταχεία πιστωτική επέκταση και υπέρμετρη
αύξηση μισθών– εγχώρια κατανάλωση. Άλλωστε, η αυστηρή εποπτεία για αποφυγή
δημιουργίας δημοσιονομικών και εξωτερικών ελλειμμάτων και η δέσμευση για
διατήρηση υψηλών πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων για πολλά χρόνια,
περιορίζουν τον διαθέσιμο χώρο για επέκταση της εγχώριας ζήτησης.





Ειδικότερα σε μελέτη που έχει εκπονήσει η Eurobank,
παρουσιάστηκε μια σειρά σεναρίων υπό τα οποία η συνεισφορά των επενδύσεων και
των εξαγωγών στο ΑΕΠ συγκλίνει με τους μέσους όρους της Ευρωζώνης σε χρονικό
ορίζοντα 10 ετών. Υποθέτοντας ότι η αύξηση της πραγματικής ιδιωτικής
κατανάλωσης θα είναι εναλλακτικά 0,5%, 1% ή 1,5% ετησίως, υπολογίζουμε ότι οι
εξαγωγές θα πρέπει να αυξάνονται με πραγματικό ετήσιο ρυθμό μεταξύ 6.7-7.8%,
και οι επενδύσεις με πραγματικό ετήσιο ρυθμό μεταξύ 8.4-9.5%, για την επόμενη
δεκαετία. Αυτό θα οδηγούσε σε πραγματική ετήσια αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ μεταξύ
2,8%-3,9%. Η επίτευξη τέτοιων ρυθμών ανάπτυξης εξαγωγών κι επενδύσεων επί 10
συνεχή έτη αποτελεί έναν πολύ δύσκολο και απαιτητικό στόχο εάν ληφθούν υπόψη οι
επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας κατά το παρελθόν. Θα απαιτήσει τόλμη και
συνέπεια στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.