«Δέσμια» του εκλογικού κύκλου η οικονομία!

26/11/2018, 00:29
OIKONOMIKO

Μπορεί να ακούγεται κάπως σκληρό, αυτό που διατυπώνεται από διάφορα στελέχη των κομμάτων αντιπολίτευσης, ότι το μόνο που απασχολεί το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, είναι πώς θα πάει στις κάλπες. Ή ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει πλέον την γνωστή τακτική «Τσοβόλα δώστα όλα», αδιαφορώντας ουσιαστικά για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Η αλήθεια όμως είναι, ότι, παρά τις αναπόφευκτες πολιτικές υπερβολές, οι επισημάνσεις αυτές δεν φαίνεται να απέχουν και πολύ από την πραγματικότητα!Η κυβέρνηση, δυστυχώς, όσο οι εθνικές εκλογές πλησιάζουν, τόσο θα προσπαθεί να «υποτάξει» την οικονομία στις κομματικές της ανάγκες. Βεβαίως, η άτυπη προεκλογική περίοδος επηρεάζει την τακτική και των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βλέπετε, προέχει πάνω απ’ όλα η προσέλκυση ψηφοφόρων Αλλά, κακά τα ψέματα, η κυβέρνηση, από τη στιγμή που είναι υπεύθυνη για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, δίνει και τον προεκλογικό τόνο.Και εδώ υπάρχει ο κίνδυνος, η οικονομία να πέσει θύμα των «αφηγημάτων» της κυβέρνησης!

Του Σπύρου Σταθάκη

Η οποία κυβέρνηση επιμένει να υποστηρίζει, ότι μετά την «έξοδο από τα μνημόνια», η χώρα έχει πλέον εισέλθει σε έναν ενάρετο οικονομικό κύκλο, σε μία τροχιά σταθερής οικονομικής ανάπτυξης. Παράλληλα, ισχυρίζεται, ότι με τη λήξη της μνημονιακής περιόδου, ανακτάται και ένα μέρος της εθνικής κυριαρχίας στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.Έτσι, μπορεί να στηριχθεί και το «αφήγημα» του πρώτου «μεταμνημονιακού» κρατικού προϋπολογισμού για το 2019, με τον οποίο το ΥΠ.ΟΙΚ. προσπαθεί να «πατήσει σε δύο βάρκες».
Αφενός να παραμείνει συνεπές με τους δημοσιονομικούς στόχους που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής ενισχυμένης εποπτείας, αφετέρου να ικανοποιήσει μερίδα των δυνητικών ψηφοφόρων της κυβέρνησης με μία σειρά παροχών. Αυτό ωστόσο που προκαλεί κυρίως προβληματισμό, είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση δείχνει να μην λαμβάνει υπ’ όψιν της τις προειδοποιήσεις για τα αυξημένα οικονομικά ρίσκα, καθώς και την ανησυχία που είναι διάχυτη πλέον σε διεθνείς οργανισμούς και εγχώριους φορείς, για τις πραγματικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.Δεν είναι για παράδειγμα λογικό, η κυβέρνηση να «πουλάει» υπέρμετρη αισιοδοξία, όταν η ΟΟΣΑ στην πρόσφατη έκθεσή του, εκφράζει σοβαρή ανησυχία για τα δομικά προβλήματα της οικονομίας. Ή να υποστηρίζει ότι όλα πάνε καλά, τη στιγμή που η Κομισιόν, στην πρώτη έκθεση αξιολόγησης στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, έβγαλε «κίτρινες κάρτες» για 16 τουλάχιστον μεταρρυθμίσεις-προαπαιτούμενα, οι οποίες όχι μόνο δεν έχουν κλείσει, δεν έχουν προχωρήσει καν, με αποτέλεσμα η απόφαση για την επιστροφή 600 εκατ. ευρώ των κερδών των κεντρικών τραπεζών των χωρών μελών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα (προγράμματα ANFAs και SMPs) να μετατεθεί για το επόμενο έτος. Τα ίδια και με αυτόν καθαυτόν τον κρατικό προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση «θριαμβολογεί», κάνοντας λόγο μεταξύ άλλων, για το πρώτο, κρίσιμο βήμα αλλαγής του μείγματος δημοσιονομικής προσαρμογής και λελογισμένης δημοσιονομικής επέκτασης, ενώ με τις παροχές που περιέχει, αποκαθίστανται μνημονιακές «αδικίες». Πώς όμως δέχθηκαν πραγματικά οι φορείς της αγοράς τον προϋπολογισμό; Ας δούμε για παράδειγμα τι σημειώνει το ΕΒΕΠ. Κατ’ ρχήν, η μη περικοπή των συντάξεων, αν και πρόκειται για μία απόφαση με έντονη προεκλογική χροιά, είναι καλοδεχούμενη, γιατί, σε διαφορετική περίπτωση, είναι γεγονός πως, θα στερούσε από την αγορά 2,06 δις ευρώ.Από κει και πέρα, λαμβάνοντας υπόψη πως, η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, ο πρώτος μεταμνημονιακός, όπως αναφέρεται, προϋπολογισμός του 2019 προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 3,6% του ΑΕΠ, που, όμως, προέρχεται από την υπερφορολόγηση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Επιπλέον, όσον αφορά στο πακέτο των θετικών μέτρων, που περιλαμβάνονται στον προϋπολογισμό και ειδικότερα η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 260 εκατ. ευρώ, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών κατά 177 εκατ. ευρώ και η επιδότηση των εισφορών των νέων εργαζομένων με 51 εκατ. ευρώ, σε συνδυασμό με τη σταδιακή μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, παρόλο που κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν επαρκούν για να καλύψουν το «business drain», που έχει προκληθεί στον τόπο μας, λόγω της πολυετούς ύφεσης. Άρα, πρέπει να γίνουν περισσότερα βήματα.



Αναγνώριση των κινδύνων από το ΥΠ.ΟΙΚ.

Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να σημειώσουμε μία κάποια διαφοροποίηση του οικονομικού επιτελείου από την επικοινωνιακή «καταιγίδα» που έχει εξαπολύσει το Μέγαρο Μαξίμου. Τουλάχιστον το ΥΠ.ΟΙΚ. αναγνωρίζει, ότι οι βασικές μακροοικονομικές προβλέψεις και τα δημοσιονομικά μεγέθη του κρατικού προϋπολογισμού, υπόκειται σε μία σειρά από αβεβαιότητες. Κάτι το οποίο δεν φαίνεται, ή δεν θέλουν να αναγνωρίσουν, τα υπόλοιπά κυβερνητικά στελέχη. Έτσι, το ΥΠ.ΟΙΚ. αποδέχεται, ότι η προοπτική του διεθνούς περιβάλλοντος σκιαγραφείται ασαφής, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα, καθώς οι αβεβαιότητες και οι κίνδυνοι (downside risks), αυξάνονται όλο και περισσότερο.
Οι κίνδυνοι αυτοί αφορούν, κυρίως, στην κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων μεταξύ των μεγάλων οικονομιών και εν γένει στην άνοδο του εμπορικού προστατευτισμού, η οποία αυξάνει την αβεβαιότητα για τις μελλοντικές εμπορικές σχέσεις. Επιπλέον, στους κινδύνους συμπεριλαμβάνονται ο σταδιακός περιορισμός της νομισματικής πολιτικής στις αναπτυγμένες οικονομίες, το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ, τόσο στις αναπτυγμένες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες, η άνοδος των διεθνών τιμών πετρελαίου, η οποία εμποδίζει τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης πολλών αναπτυσσόμενων χωρών, οι δυσμενείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες που βιώνουν οι αναδυόμενες οικονομίες και η πολιτική αστάθεια κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Τέλος, η ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης, καθώς και οι γεωπολιτικές εντάσεις δημιουργούν πρόσθετους κινδύνους για την παγκόσμια οικονομία. Επιπλέον το ΥΠ.ΟΙΚ. σημειώνει, ότι μετά την ομαλή εκπλήρωση των οροσήμων που, έναν χρόνο πριν, αποτελούσαν ζητούμενα για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας (επιτυχής ολοκλήρωση του Προγράμματος στήριξης, δημιουργία ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, εφαρμογή μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων), οι εναπομένουσες δυσχέρειες στο εσωτερικό περιβάλλον συγκεντρώνονται γύρω από τη ρευστότητα της πραγματικής οικονομίας, τις πηγές και τις δυνατότητες χρηματοδότησής της. Στην κατεύθυνση αντιμετώπισης των συναφών αδυναμιών κινείται η εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών του ελληνικού Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα και τα εργαλεία διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα (δευτερογενής αγορά δανείων, ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί, μηχανισμός εξωδικαστικού συμβιβασμού). Ωστόσο, καθώς οι παράγοντες κινδύνου για την ελληνική οικονομία μετατοπίζονται σταδιακά από το εσωτερικό στο εξωτερικό περιβάλλον, η επαλήθευση των τρεχουσών προβλέψεων για το 2019 εξαρτάται βαθμιαία περισσότερο από την επικράτηση ομαλών συνθηκών στο διεθνές γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον, εν μέσω μίας δυνητικής κλιμάκωσης των εμπορικών εντάσεων και του εμπορικού προστατευτισμού, των γεωπολιτικών εντάσεων που τροφοδοτούν την προσφυγική κρίση, αλλά και των διαταραχών στην πολιτική σταθερότητα ισχυρών οικονομιών της Ευρωζώνης που δυνητικά αυξάνουν την αβεβαιότητα στις διεθνείς αγορές.



Απανωτά «καμπανάκια» για τις προοπτικές της οικονομίας

Και αν το καθ’ ύλην αρμόδιο υπουργείο αναγνωρίζει, ότι υπάρχουν ακόμη προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικότητα, ο ΟΟΣΑ προχωράει ένα βήμα παραπέρα, και κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Ειδικότερα, ο διεθνής οργανισμός σημειώνει ότι, αν μία βραδύτερη ανάπτυξη θέσει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους ή αν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα είναι καλύτερο από τους στόχους, η κυβέρνηση θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα σε στοχευμένες κοινωνικές επενδύσεις και επενδύσεις σε υποδομές και να συνεχίσει τη διεύρυνση της φορολογικής βάσης.Επίσης, ο ΟΟΣΑ υπογραμμίζει, ότι η ανεπαρκής χρηματοδότηση παραμένει ένας μεγάλος περιορισμός για τις επενδύσεις και ότι είναι αργή η πρόοδος στην προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων και την ιδιωτικοποίηση κρατικής περιουσίας. Ο τραπεζικός δανεισμός στους πιο δυναμικούς τομείς, όπως ο τουρισμός και το εμπόριο, έχει σταθεροποιηθεί, αλλά συνολικά συνεχίζει να μειώνεται. Οι καταθέσεις επιστρέφουν σταδιακά, καθώς έχουν χαλαρώσει οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων. Η έκτακτη χρηματοδοτική βοήθεια (ELA) στις τράπεζες έχει σχεδόν εξαλειφθεί. Οι τράπεζες επιτυγχάνουν τους στόχους τους για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, κυρίως μέσω πωλήσεων ή διαγραφών. Τα μη εξυπηρετούμενα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια εκκαθαρίζονται ταχύτερα από τα στεγαστικά δάνεια, καθώς τα τελευταία έχουν μεγαλύτερη νομική προστασία. Οι τιμές των τραπεζικών μετοχών παραμένουν άστατες λόγω ανησυχιών για την ικανότητά τους να αντλήσουν νέα κεφάλαια, αν χρειασθεί.
Συν τοις άλλοις, ο διεθνής οργανισμός επισημαίνει ότι, αν και η πρόσφατη ανάπτυξη είναι ενθαρρυντική, η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη. Οι επενδύσεις παραμένουν μία βασική αβεβαιότητα για μία διατηρήσιμη ανάκαμψη. Η έκταση των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων παραμένει μία αδυναμία. Η επιδείνωση των συνθηκών στις χρηματοπιστωτικές αγορές και το εξωτερικό, λόγω κυρίως των εξελίξεων στην Ιταλία και την Τουρκία, πιθανόν να περιορίσει τις νέες επενδύσεις. Αν και το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό, στο κόστος εξυπηρέτησής του έχει τεθεί τώρα πλαφόν και τα ταμειακά μαξιλάρια παρέχουν πρόσθετη προστασία. Διατηρώντας βιώσιμη δημοσιονομική πολιτική και τη μεταρρυθμιστική δυναμική, η Ελλάδα μπορεί να περιορίσει νέους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά και την ανάπτυξη. Ιδιαίτερη σημασία έχουν και οι παρατηρήσεις του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου για τον κρατικό προϋπολογισμό. Αναλυτικότερα, εκτέλεση του προϋπολογισμού θα επηρεαστεί από την έκβαση ορισμένων αβεβαιοτήτων που αφορούν σε εξελίξεις τόσο στο εσωτερικό όσο και στο διεθνές περιβάλλον. Στο εσωτερικό, οι δημοσιονομικές ισορροπίες θα μπορούσαν να διαταραχθούν σε περίπτωση κατά την οποία θα γίνονταν δεκτές προσφυγές κατά εισοδηματικών περικοπών με υψηλό δημοσιονομικό κόστος και αμφισβητούμενη νομιμότητα. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να αξιολογήσουν ότι η οξύτητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων δεν θα πρέπει να καλλιεργήσει αβεβαιότητες ως προς τους στόχους της ακολουθούμενης δημοσιονομικής πολιτικής, σε έκταση που να επιτρέπει την ανάπτυξη καιροσκοπικών συμπεριφορών σχετικά με την εκτέλεση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Σε ότι αφορά τις δημόσιες δαπάνες, θεωρούμε αναγκαίο να υπογραμμιστεί ότι η συνεπής εκτέλεση του προϋπολογισμού σε μια προεκλογική χρονιά θα έχει καίρια σημασία για την εμπέδωση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.
Οι εξελίξεις αναφορικά με τον ιταλικό προϋπολογισμό και τη συμφωνία Ε.Ε. και Ηνωμένου Βασιλείου για τους όρους του Brexit, είναι δυνατό να επιβαρύνουν τη μεταβλητότητα που έχει καλλιεργήσει ο νέος προστατευτισμός στις διεθνείς συναλλαγές και η άνοδος των τιμών των καυσίμων. Σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν δυσχερέστερη η επιβεβαίωση των μακροοικονομικών προβλέψεων και η υλοποίηση των στόχων του προϋπολογισμού. Μετά την ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο, η ελληνική οικονομία καλείται για μια ακόμη χρονιά να επιτύχει υψηλούς δημοσιονομικούς στόχους. Η επίτευξή τους συναρτάται, όπως είναι ευνόητο, με τη θετική εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών. Ωστόσο, ενώ η οικονομική ανάκαμψη συμβάλλει στη βελτίωση των δημόσιων οικονομικών, το υψηλό δημόσιο χρέος αφήνει περιορισμένα περιθώρια ελιγμών σε περίπτωση αρνητικής μακροοικονομικής συγκυρίας. Οι ικανοποιητικές, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, επιδόσεις κατά το 2018 και για τρίτο κατά σειράν έτος, καλλιεργούν σχετική αισιοδοξία ως προς την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2019. Παρά ταύτα, η όξυνση των πολιτικών αντιπαραθέσεων στο πλαίσιο της διεξαγωγής τριπλών εκλογών -σε ευρωπαϊκή, εθνική και τοπική κλίμακα - το επόμενο έτος θα μπορούσε να περιορίσει τη δημοσιονομική σταθερότητα με μια πιθανή χαλάρωση κατά την εκτέλεση του προς ψήφιση προϋπολογισμού.
Επιπλέον, η μη περικοπή των συντάξεων το 2019 και τα νέα δημοσιονομικά μέτρα (σε συνέχεια των πρωθυπουργικών εξαγγελιών στη ΔΕΘ) απορροφά εν πολλοίς το διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο, όπως αυτός είχε αποτυπωθεί στο ΜΠΔΣ 2019-2022, παρέχοντας μεν ώθηση στην ανάπτυξη, αλλά περιορίζοντας σημαντικά τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών για το επόμενο έτος. Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η εκτέλεση του Προϋπολογισμού με μεγάλη προσοχή και χωρίς αποκλίσεις. Παράλληλα, η χρηματοδότηση των δημοσιονομικών παρεμβάσεων εξαρτάται από το νέο δημοσιονομικό χώρο που αναμένεται να δημιουργηθεί λόγω της επιτάχυνσης της μεγέθυνσης του ΑΕΠ και του διαθέσιμου εισοδήματος. Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού, η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα είναι της τάξεως του 2,5%, ενώ η απασχόληση αναμένεται ότι θα αυξηθεί κατά 1,4%. Συνεπώς, τα δημοσιονομικά αποτελέσματα για το 2019 εξαρτώνται κατά μείζονα λόγο από τις μακροοικονομικές επιδόσεις. Όσο προσεγγίζεται ο στόχος για αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ και της απασχόλησης, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες για την εκτέλεση του Προϋπολογισμού σύμφωνα με το στόχο που έχει τεθεί. Με δεδομένη την οριακή υπέρβαση κατά μόλις 0,1% του ΑΕΠ του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,5%, η ύπαρξη ενός εκλογικού δημοσιονομικού κύκλου το 2019, με αποσταθεροποιητική δυναμική διαχρονικά, απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Αρνητικές συνέπειες θα είχε ιδίως εάν η οξύτητα των πολιτικών αντιπαραθέσεων επιτρέψει να αναπτυχθούν αβεβαιότητες ως προς τον δεσμευτικό χαρακτήρα των δημοσιονομικών στόχων, έτσι ώστε να προκύψουν πιθανές καιροσκοπικές συμπεριφορές σχετικά με την τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον οι αβεβαιότητες αυτές θα μπορούσαν να ανακόψουν τις θετικές εξελίξεις στη ροή των καταθέσεων προς τις τράπεζες. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να περιφρουρηθεί η συνέχιση και η ομαλή εξέλιξη των προγραμμάτων ρύθμισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Από την άλλη μεριά, είναι σχεδόν πλεονασμός το να υπογραμμιστεί ότι η συνεπής εκτέλεση των προϋπολογισθέντων δαπανών συνιστά δοκιμασία μείζονος σημασίας για την εμπέδωση της αξιοπιστίας της ελληνικής οικονομίας.