Τα…μεταμνημονιακά «βαρίδια» της οικονομίας

09/09/2018, 19:17
Τα…μεταμνημονιακά «βαρίδια» της οικονομίας

Μετά τις «χαρές και τα πανηγύρια» για την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, τη σκυτάλη πήρε ο προβληματισμός για τις προοπτικές της οικονομίας κατά τη μεταμνημονιακή περίοδο. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι το τέλος των χρηματοδοτικών διευκολύνσεων από τους επίσημους πιστωτές βρίσκει την οικονομία ακόμη στο στάδιο της «ανάρρωσης» από την πολυετή κρίση. Υπάρχει μία σειρά από κινδύνους που πρέπει να αντιμετωπιστούν με αποτελεσματικό τρόπο, προκειμένου η οικονομική ανάκαμψη να αποκτήσει δυναμική και να διασφαλιστεί η επιστροφή σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης. Όπως σημειώνει και στην τελευταία του έκθεση το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, ειδικά σε ό,τι αφορά το εσωτερικό περιβάλλον, οι κίνδυνοι συνδέονται κυρίως με ενδεχόμενες αλλαγές της δημοσιονομικής πολιτικής και του ρυθμού εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων μετά την έξοδο από το πρόγραμμα. Τέτοιες εξελίξεις είναι πιθανό να διαταράξουν τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.

Γράφει ο Σπύρος Σταθάκης

Σε ό,τι αφορά τους εξωτερικούς κινδύνους, αφορούν την παγκόσμια οικονομία, κυρίως με τον κίνδυνο αναζωπύρωσης της προσφυγικής κρίσης και της πολιτικής αντιπαράθεσης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τις πολιτικές διαχείρισής της. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η Ελλάδα εξήλθε από τα μνημόνια σε μία περίοδο, όπου οι διεθνείς εξελίξεις δεν είναι και οι ιδανικές. Καταρχήν, η κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων (επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ σε εισαγωγές σειράς προϊόντων, αντίμετρα από την Κίνα, την Ε.Ε., τον Καναδά και το Μεξικό) επηρεάζει αρνητικά το διεθνές εμπόριο και διαταράσσει τις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Επιπλέον, η περαιτέρω άνοδος των τιμών του πετρελαίου που έχουν ήδη αυξηθεί σχεδόν κατά 50% κατά το τελευταίο έτος δημιουργεί πληθωριστικές πιέσεις. Από την άλλη, η αύξηση των επιτοκίων, παρότι έχει προβλεφθεί, ενδέχεται να αποτελέσει πρόκληση για τις υπερχρεωμένες χώρες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Αν μάλιστα ο πληθωρισμός αυξηθεί ταχύτερα του αναμενόμενου και οι κεντρικές τράπεζες αυξήσουν τα επιτόκια με ταχύτερο ρυθμό, είναι πιθανό να προκύψουν απότομες διορθώσεις στις τιμές των περιουσιακών στοιχείων.
Οι αναταράξεις στις διεθνείς αγορές οδηγούν σε αύξηση της αποστροφής κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές επιδεινώνοντας περισσότερο τη θέση των πιο ευάλωτων και υπερχρεωμένων χωρών. Ειδικότερα, ο κίνδυνος υψηλότερου κόστους δανεισμού από μια ενδεχόμενη αύξηση της αποστροφής κινδύνου των διεθνών επενδυτών εξαιτίας αναταράξεων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου αλλά και λόγω αύξησης του πολιτικού κινδύνου όσον αφορά τον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής σε χώρες της Ευρωζώνης, είναι υπαρκτός.

Ευάλωτη η ελληνική οικονομία

Όλες αυτές οι αρνητικές εξελίξεις ήδη τιμολογούνται στις μετοχές και στα ομόλογα. Η πορεία του ελληνικού χρηματιστηρίου και των επιτοκίων των ομολόγων του Δημοσίου αυτό ακριβώς δείχνει. Η ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη, απέναντι στην ενίσχυση της αποστροφής του κινδύνου από τους διεθνείς επενδυτές. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός ο λόγος που εξηγεί την πτώση των τιμών των μετοχών, ιδίως των τραπεζών, και την άνοδο του κόστους δανεισμού για το Ελληνικό Δημόσιο.

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας είναι αυτές που προβληματίζουν περισσότερο τους επενδυτές. Η ακατάσχετη παροχολογία και η αίσθηση που δημιουργείται, ότι με τη λήξη του τρίτου προγράμματος αρχίζει το ξήλωμα των μεταρρυθμίσεων που εφαρμόστηκαν την περίοδο των μνημονίων και πως η κυβέρνηση ενδεχομένως δεν θα τηρήσει τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των δανειστών (π.χ. οι περικοπές των συντάξεων το 2019), δημιουργεί ένα κλίμα αβεβαιότητας στην διεθνή επενδυτική κοινότητα. Και πλέον εκφράζονται φόβοι για ένα πισωγύρισμα της ελληνικής οικονομίας.

Στο μεταίχμιο...

Οι συνθήκες λοιπόν, τώρα που η Ελλάδα βρίσκεται εκτός μνημονίων, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν είναι και οι καλύτερες δυνατές. Και μην ξεχνάμε ότι η οικονομία εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες. Σύμφωνα και με την τελευταία ανάλυση του ΣΕΒ, η Ελλάδα, ολοκληρώνοντας τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, εξισορρόπησε τα έσοδα με τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού, επιβαρύνοντας υπέρμετρα τους φορολογούμενους πολίτες, την εργασία και τις επιχειρήσεις, και επιβράδυνε έτσι την αναπτυξιακή προοπτική της οικονομίας.

Χωρίς οικονομικό και τεχνολογικό δυναμισμό, με ανυπαρξία βιομηχανικής πολιτικής, αποεπένδυση μεγαλύτερη των 100 δισ. ευρώ, υψηλό εμπορικό έλλειμμα, τεράστιο απόθεμα κόκκινων δανείων, χαμηλή παραγωγικότητα, εκτεταμένη ανεργία και δημογραφική γήρανση, η χώρα μας δεν επιτρέπεται να περιορισθεί σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 2%, γιατί κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στην κατηγορία των χωρών με χαμηλούς μισθούς, χαμηλές δεξιότητες και χαμηλή καινοτομία. Η αφαίμαξη που υφίσταται η πραγματική οικονομία, προκειμένου να επιτευχθούν τα υπερπλεονάσματα θα πρέπει, αν μη τι άλλο, να αξιοποιηθεί προς όφελος του παραγωγικού μετασχηματισμού της οικονομίας. Και να μην εξαντληθεί σε έναν ανταγωνισμό προεκλογικής παροχολογίας, που θα βλάψει τις μεσομακροπόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και θα στείλει αρνητικά μηνύματα στις διεθνείς αγορές, από τις οποίες παραμένουμε αποκλεισμένοι. Κατά τους παραγωγικούς φορείς, πρώτη προτεραιότητα για την επανεκκίνηση της οικονομίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι η τόνωση της κατανάλωσης, σε μια οικονομία όπου το 70% του ΑΕΠ της δημιουργείται από την κατανάλωση και οι εισαγωγές ξεπερνούν τις εξαγωγές κατά 21,5 δισ. ευρώ ετησίως. Γιατί απλά η τόνωση της κατανάλωσης θα πάει σε «ξένες» τσέπες, αφού δεν θα προέρχεται από την αύξηση του εγχωρίως παραγόμενου προϊόντος και της βελτίωσης της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων και της διεθνούς ανταγωνιστικότητάς τους.



Οι προκλήσεις

Από τώρα και στο εξής η οικονομικής πολιτική οφείλει να προσανατολιστεί στην τόνωση της παραγωγής μέσω της στοχευμένης μείωσης της υπερφορολόγησης της εργασίας, που με τη σειρά της θα φέρει πραγματική αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζομένων, των επενδύσεων και των θέσεων απασχόλησης. Αποδέκτες αυτής της μείωσης φόρων και εισφορών πρέπει να είναι πρωτίστως οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα και η ελληνική οικογένεια, που βλέπει μεγάλο τμήμα του εισοδήματός της να κατευθύνεται σε μη ανταποδοτικούς φόρους και εισφορές. Η δουλειά που μένει λοιπόν να γίνει ακόμη, προκειμένου η οικονομία να μπει στον δρόμο της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι πολλή και απαιτητική.

Και όπως σημειώνει με νόημα ο ΣΕΒ, οι προκλήσεις για το σύνολο του πολιτικού συστήματος, όπως και για τις υπεύθυνες δυνάμεις της οικονομίας και της κοινωνίας, είναι σήμερα ιδιαίτερα αυξημένες. Εν όψει της μακράς προεκλογικής περιόδου είναι κρίσιμο να αποφευχθούν η πολιτική πόλωση και οι πελατειακές πολιτικές του παρελθόντος, που αποπροσανατολίζουν τους πολίτες από τα επίμονα και επείγοντα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας. Γιατί κάτι τέτοιο θα μας οδηγήσει σε αυξημένα επιτόκια, απρόθυμους επενδυτές, ανακοπή της ανάπτυξης, μείωση του εθνικού εκτοπίσματος και νέα περίοδο περιδίνησης και ανέχειας.

Τα προβλήματα παραμένουν

Υπάρχουν, λοιπόν, κρίσιμα ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν, καθώς εμποδίζουν την οικονομία να ανακάμψει με τον απαιτούμενο δυναμισμό. Καταρχήν έχουμε το έλλειμμα στις επενδύσεις. Προβληματίζει το γεγονός, ότι το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους, οι συνολικές επενδύσεις σε πάγια εμφανίζουν πτώση 5,4%. Ωστόσο η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μείωση των εισαγωγών πλοίων (-74% σε αξία το 2ο τρίμηνο του 2018 σε σύγκριση με το 2ο τρίμηνο του 2017) και αποτυπώνεται ταυτόχρονα και στην υποχώρηση των επενδύσεων σε μεταφορικό εξοπλισμό κατά 48,8%. Αντίθετα, η εικόνα των επενδύσεων στις υπόλοιπες κατηγορίες παγίων είναι θετική, ενώ αν εξαιρεθούν οι εισαγωγές πλοίων εκτιμάται ότι οι επενδύσεις σε πάγια αυξήθηκαν κατά 10,4% και οι συνολικές επενδύσεις (περιλαμβανομένης της μεταβολής των αποθεμάτων) κατά 16,9%.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η σοβαρή αποεπένδυση που έλαβε χώρα τα χρόνια της κρίσης αντιμετωπίστηκε. Καταρχήν τα παραπάνω στοιχεία είναι σε ακαθάριστη βάση. Δεν λαμβάνουν δηλαδή υπόψη τις αποσβέσεις. Συνεπώς, δεν δίνουν πλήρη εικόνα, της επάρκειας δηλαδή ή μη των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων που γίνονται, ώστε όχι μόνο να συντηρούν, αλλά και να μεγαλώνουν τον κεφαλαιουχικό εξοπλισμό της χώρας, ώστε να αυξάνει το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού.

Στο πεδίο των επενδύσεων...

Επειδή λοιπόν το 2018 ως οικονομικό έτος δεν έχει κλείσει ακόμη, μία ολοκληρωμένη εικόνα για το πού βρισκόμαστε στο πεδίο των επενδύσεων θα μας δώσει το 2017. Σύμφωνα με τα τελικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι ακαθάριστες επενδύσεις σε πάγια το 2017 ανήλθαν σε €24,1 δισ. Την ίδια στιγμή ωστόσο, οι αποσβέσεις του συσσωρευμένου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού ανέρχονται σε €29,6 δισ. Αυτό σημαίνει ότι οι καθαρές επενδύσεις το 2017 ήταν αρνητικές (-€5,5 δισ.). Συνεπώς, συνολικά οι ακαθάριστες αποταμιεύσεις και επενδύσεις που γίνονται σήμερα δεν αρκούν για να αναπληρώσουν το κεφαλαιακό απόθεμα που φθείρεται.

Σύμφωνα με τις επισημάνσεις του ΣΕΒ, τουλάχιστον οι νέες επιχειρηματικές επενδύσεις που θα γίνονται από εδώ και μπρος, θα αρχίσουν σύντομα, κάτι που δεν το επιτυγχάνουν ακόμα, να «προσθέτουν» στο κεφαλαιακό απόθεμα της χώρας και κατ’ επέκταση να δημιουργούν τις προϋποθέσεις για αύξηση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού. Η διαδικασία αυτή πάντως θα είναι βασανιστικά αργή, καθώς το επίπεδο των αποσβέσεων που αντανακλά το παρελθόν θα εξακολουθήσει να διαμορφώνεται σε υψηλά σχετικά επίπεδα. Έτσι, οι καθαρές επενδύσεις θα είναι σχετικά μικρές τα πρώτα χρόνια της ανάκαμψης της οικονομίας.
Εξ ου και η ανάγκη για εκτίναξη των ακαθάριστων επενδύσεων με υψηλούς ρυθμούς, ώστε όχι μόνο να καλύπτουν τη συντήρηση του υπάρχοντος κεφαλαιακού εξοπλισμού, αλλά να συμβάλλουν και στην αύξησή του, με τη δημιουργία νέων, είτε με την επέκταση υφιστάμενων επιχειρήσεων. Κι αυτό προϋποθέτει την ανάληψη δράσεων για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος για την προσέλκυση ξένων και εγχώριων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης υψηλής ποιότητας. Πρέπει λοιπόν να υπάρξουν παρεμβάσεις που θα πρέπει να στοχεύσουν στην ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, μεταξύ άλλων τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μείωση της φορολογίας και την τόνωση των επενδύσεων.



Ο δείκτης παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας

Σύμφωνα άλλωστε με τον δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Ινστιτούτου IMD (World Competitiveness Ranking, Μάιος 2018) η Ελλάδα διατήρησε την 57η θέση μεταξύ 63 χωρών. Επίσης, σύμφωνα με τον Δείκτη Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας του World Economic Forum για το 2017-2018 η Ελλάδα βρίσκεται στην 87η θέση μεταξύ 137 χωρών έχοντας υποχωρήσει ελαφρά έναντι του 2016-2017 (86η από 138 χώρες) ενώ υποχώρηση παρουσίασε η θέση της χώρας και με βάση τον δείκτη Doing Business για το 2018 της Παγκόσμιας Τράπεζας (στην 67η θέση μεταξύ 190 χωρών από την 61η θέση ένα έτος νωρίτερα).

Και εδώ τίθεται το θέμα της υψηλής φορολόγησης, ειδικά για τις επιχειρήσεις. Η Ελλάδα, σύμφωνα με την ΕΣΕΕ, κατατάσσεται και φέτος στους πρωταθλητές υπερφορολόγησης των επιχειρήσεων και πρώτη, μετά τη Μάλτα, χώρα στην Ευρωζώνη σε αναλογία εσόδων κεντρικής κυβέρνησης προς το ΑΕΠ με 35,3% έναντι 20,4% στην Ευρωζώνη. Παρά ταύτα, η βαριά και μη ανταγωνιστική φορολογία, εξαιτίας των υψηλών συντελεστών που επιβάλει, δεν της εξασφαλίζουν περισσότερα έσοδα από τις άλλες χώρες ή ακόμα και από τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, που διατηρούν χαμηλότερους συντελεστές.
Πολλές χώρες εξακολουθούν να επιδιώκουν την τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας και την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, διατηρώντας ή μειώνοντας τους φορολογικούς συντελεστές των επιχειρήσεων. Αντίθετα στην Ελλάδα ο συντελεστής φορολόγησης των επιχειρήσεων εν μέσω κρίσης αυξήθηκε και παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Συγκεκριμένα και με περίοδο αναφοράς το 2018 με τον συντελεστή στο 29%, έχει μετά τη Μάλτα (35,0%), τη Γαλλία (33,3%) και τη Γερμανία (30,0%) τον υψηλότερο συντελεστή στην Ευρώπη, μαζί με το Βέλγιο, αδυνατώντας ως εκ τούτου να ανταγωνισθεί γειτονικές χώρες με συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων να κυμαίνονται μεταξύ 10 και 16%.

Ζημιές για τις επιχειρήσεις

Την ίδια στιγμή, το 80% των επιχειρήσεων έχει ζημιές και μηδενικά αποτελέσματα, αφού 4 στις 10 είναι ζημιογόνες, 5 στις 10 έχουν μηδενικά ή οριακά κέρδη και μόνο 1 στις 10 έχει κέρδη άνω των 60.000 ευρώ. Επίσης, οι βεβαιωμένοι φόροι των επιχειρήσεων (ΦΕΝΠ) εκτιμάται πως θα ανέλθουν στα 4,8 δισ. ευρώ (εκτίμηση φορολογικού έτους 2017), όταν η συνολική φορολογητέα ύλη/εισοδήματα 2017 είναι φέτος μειωμένη κατά περίπου 2 δισ. ευρώ σε σχέση με τα εισοδήματα του 2016, με εκείνη των αυτοαπασχολουμένων να υπολείπεται κατά περίπου 0,4 δισ. ευρώ.

Άλλο σημαντικό ζήτημα είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας. Σημαντικός παράγων στο πεδίο αυτό είναι η αντιμετώπιση του τεράστιου αποθέματος προβληματικών δανείων. Μπορεί το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) να μειώνεται, η βελτίωση όμως της υφιστάμενης προβληματικής κατάστασης κρίνεται ως μη ικανοποιητική. Αν και έχουν αναληφθεί σημαντικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης του προαναφερθέντος απειλητικού φάσματος, τα αποτελέσματα κρίνονται ως ανεπαρκή και σε κάθε περίπτωση χαμηλότερα των προσδοκιών. Επιπλέον, το υψηλό κόστος χρηματοδότησης των επιχειρήσεων αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες της περιορισμένης πρόσβασής τους στις πηγές ρευστότητας.

Ζητήματα επιβίωσης

Η έντονη διαφοροποίηση του μέσου επιτοκίου δανεισμού των επιχειρήσεων στην Ευρωζώνη, έως και 2,5 φορές χαμηλότερο, σε σύγκριση με την Ελλάδα (δεν υπερβαίνει το 1,8% - 2,0% έναντι 4,6% στην Ελλάδα: νέα δάνεια Δεκέμβριος 2017) θέτει ζητήματα επιβίωσης για τις εξωστρεφείς και υγιείς εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Παράλληλα, όμως, η αναντιστοιχία επιτοκίων προκαλεί πλήγμα στην ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων, από τη στιγμή που η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων των λοιπών κρατών - μελών της Ευρωζώνης είναι απρόσκοπτη και αισθητά φθηνότερη. Μάλιστα, η συγκεκριμένη τάση αναμένεται να ενταθεί το προσεχές διάστημα, καθώς η απώλεια του waiver λόγω εξόδου από το πρόγραμμα επιτήρησης της ελληνικής οικονομίας, θα στερήσει τη δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών για φθηνότερη χρηματοδότηση. Η παραπάνω εξέλιξη θα έχει ως συνέπεια την αύξηση του κόστους χορήγησης (επιτόκιο) νέων δανείων.