Η ελληνική οικονομία μετά τα Μνημόνια

03/09/2018, 11:09
ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΕΞΟΔΟΣ

Η χώρα μας και επισήμως μετά την 21η Αυγούστου πορεύεται πλέον μόνη της, χωρίς τη χρηματοδοτική στήριξη των Ευρωπαίων εταίρων και του ΔΝΤ. Και η κυβέρνηση, επικοινωνιακά τουλάχιστον, συνοδεύει το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» με το επιχείρημα της δημιουργίας βαθμών ελευθερίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής και αντιστροφής της λιτότητας στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας της χώρας. Όμως τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά. Και αυτό γιατί η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια «ειδική περίπτωση»!

Μπορεί λοιπόν το τρίτο πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης να ολοκληρώθηκε με επιτυχία, όπως τουλάχιστον έκριναν οι δανειστές, γεγονός που σημαίνει την έξοδο από την εποχή των μνημονίων, ωστόσο τώρα ξεκινάει ένας άλλος μεγάλος «αγώνας». Αυτός της απρόσκοπτης πρόσβασης στις διεθνείς αγορές. Κοινή συνισταμένη όλων σχεδόν των οικονομικών αναλύσεων που βλέπουν το φως της δημοσιότητας είναι ότι η Ελλάδα θα πρέπει να πορευθεί προς το παρόν με τα χρήματα του κεφαλαιακού αποθέματος που έχει δημιουργήσει, καθώς είναι ακόμη αρκετά μακριά από την προσδοκώμενη επιστροφή στις κεφαλαιαγορές.

Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει σε σχετική ανάλυση και η έγκριτη γερμανική εφημερίδα «Handelsblatt», η Ελλάδα θα πρέπει να περιμένει ακόμη μέχρι να λάβει «άφεση αμαρτιών» από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Για τους οικονομικούς αναλυτές, τους διεθνούς επενδυτές, αλλά και τους επισήμους πιστωτές, η χώρα μας παραμένει μια «ειδική περίπτωση». Οι λόγοι είναι πολλοί. Η Ελλάδα έμεινε στον μηχανισμό διάσωσης πάνω από οκτώ χρόνια ενώ οι υπόλοιπες χώρες το πολύ τρία. Η ελληνική διάσωση απορρόφησε περισσότερα κεφάλαια από ό,τι το σύνολο των προγραμμάτων των υπόλοιπων χωρών μαζί. Και κανένα κράτος της Ευρωζώνης δεν έχει υψηλότερο χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Ο δρόμος για την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές θα είναι ακόμη πιο μακρύς σε σχέση, για παράδειγμα, με την Κύπρο και την Πορτογαλία. Άλλωστε, παρά τις πρόσφατες αναβαθμίσεις, τα ελληνικά ομόλογα απέχουν ακόμη από την «επενδυτική βαθμίδα». Βεβαίως, η Ελλάδα θα πρέπει το συντομότερο δυνατόν να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών με δοκιμαστική έκδοση ομολόγων, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για διαρκή επιστροφή της στις κεφαλαιαγορές. Το αν θα επιτευχθεί αυτό όμως εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, που η Αθήνα αδυνατεί να επηρεάσει, αλλά και από τη μελλοντική οικονομική πολιτική της κυβέρνησης.

Ποιες είναι, λοιπόν, οι προϋποθέσεις για την πρόσβαση σε χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές με λογικούς όρους τα επόμενα χρόνια; Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, πρώτον και σημαντικότερον: πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν θα διολισθήσουμε στα λάθη οικονομικής πολιτικής του παρελθόντος και δεν θα ανατρέψουμε πολιτικές που έχουν συμφωνηθεί. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει, επίσης, να προχωρήσουν ακόμα περισσότερο η αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης και η προώθηση της αριστείας και της αξιολόγησης σε όλες τις πτυχές της δημόσιας δραστηριότητας. Δεύτερον, ότι θα εφαρμόσουμε πολιτικές που προσελκύουν άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς και πολιτικές που ευνοούν υψηλούς ρυθμούς ανόδου της «ολικής» παραγωγικότητας. Τρίτον, ότι θα βελτιώσουμε το κλίμα εμπιστοσύνης, θωρακίζοντας τους ανεξάρτητους θεσμούς. Τέταρτον, ότι θα βελτιώσουμε περαιτέρω την εταιρική διακυβέρνηση των τραπεζών, συστημικών και μη, αλλά και των επιχειρήσεων, ιδιωτικών και δημόσιων.

Κίνδυνοι και προκλήσεις